Η αστυνομία κράτους-μέλους μπορεί να αποφασίζει, εάν είναι αναγκαία η αποθήκευση των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων ενός προσώπου

Που κατηγορείται ή είναι ύποπτο για τέλεση ποινικού αδικήματος

Share

Η αστυνομία κράτους μέλους μπορεί να αποφασίζει, βάσει εσωτερικών κανόνων, εάν είναι αναγκαία η αποθήκευση βιομετρικών και γενετικών δεδομένων ενός προσώπου που κατηγορείται ή είναι ύποπτο για τέλεση ποινικού αδικήματος. Όταν η εθνική νομοθεσία προβλέπει κατάλληλες προθεσμίες για την επανεξέταση της ανάγκης διατήρησης των δεδομένων αυτών, δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη να προβλέπει μέγιστη περίοδο αποθήκευσης.

Ένας Τσέχος δημόσιος υπάλληλος εξετάστηκε από την αστυνομία στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που τον αφορούσε. Παρά τις αντιρρήσεις του, η αστυνομία διέταξε τη λήψη των αποτυπωμάτων του, τη λήψη δείγματος σιέλου (buccal smear), βάσει του οποίου δημιουργήθηκε γενετικό προφίλ, τη λήψη φωτογραφιών και τη σύνταξη περιγραφής του. Οι πληροφορίες αυτές καταχωρίστηκαν σε διάφορες βάσεις δεδομένων. Το 2017, ο δημόσιος υπάλληλος καταδικάστηκε με τελεσίδικη απόφαση, μεταξύ άλλων, για παράβαση καθήκοντος.

Σε ξεχωριστή διαδικασία, αμφισβήτησε τις διαδικασίες εξακρίβωσης ταυτότητας που διενήργησε η αστυνομία βάσει της τσεχικής νομοθεσίας και την αποθήκευση των δεδομένων που προέκυψαν από τις διαδικασίες αυτές, υποστηρίζοντας ότι αποτελούσαν παράνομη επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμά του στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Το τσεχικό δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή και διέταξε την αστυνομία να διαγράψει όλα τα προσωπικά δεδομένα που προέκυψαν από τις διαδικασίες αυτές από τις βάσεις δεδομένων της. Η τσεχική αστυνομία άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της Τσεχίας.

Στο πλαίσιο αυτό, το δικαστήριο εκείνο ζήτησε να διευκρινιστεί εάν το νομικό καθεστώς που θεσπίζει ο Νόμος περί Αστυνομίας της Τσεχίας είναι συμβατό με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/680.

Πρώτον, ζήτησε να διευκρινιστεί εάν η νομολογία των τσεχικών διοικητικών δικαστηρίων μπορεί να θεωρηθεί ως «δικαίωμα κράτους μέλους». Δεύτερον, εάν οι απαιτήσεις της οδηγίας αποκλείουν την αδιακρίτως συλλογή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων κάθε προσώπου που είναι ύποπτο ή κατηγορούμενο για εκούσια τέλεση ποινικού αδικήματος. Τρίτον, εάν η οδηγία απαγορεύει την αποθήκευση βιομετρικών και γενετικών δεδομένων όταν δεν προβλέπεται ρητά μέγιστη περίοδος αποθήκευσης.

Με την απόφαση που εξέδωσε σήμερα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι, όσον αφορά τη συλλογή, αποθήκευση και διαγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων, η έννοια του «δικαίου κράτους μέλους» αναφέρεται σε διάταξη γενικής εφαρμογής που καθορίζει τις ελάχιστες προϋποθέσεις για τη συλλογή, αποθήκευση και διαγραφή των δεδομένων αυτών, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, στο μέτρο που η νομολογία αυτή είναι προσβάσιμη και επαρκώς προβλέψιμη.

Επιπλέον, το δίκαιο της ΕΕ δεν αποκλείει εθνική νομοθεσία που επιτρέπει την αδιακρίτως συλλογή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων κάθε προσώπου που κατηγορείται ή είναι ύποπτο για τέλεση εκούσιου ποινικού αδικήματος. Ωστόσο, το Δικαστήριο θέτει δύο προϋποθέσεις:
(1) Οι σκοποί της συλλογής δεν πρέπει να απαιτούν διάκριση μεταξύ υπόπτων και κατηγορουμένων.
(2) Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας πρέπει να υποχρεούνται, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τη σχετική νομολογία, να συμμορφώνονται με όλες τις αρχές και τις ειδικές απαιτήσεις που ισχύουν για την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι το δίκαιο της ΕΕ επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την ύπαρξη εθνικής νομοθεσίας βάσει της οποίας η ανάγκη για τη συνεχή αποθήκευση βιομετρικών και γενετικών δεδομένων αξιολογείται από την αστυνομία σύμφωνα με εσωτερικούς κανόνες. Εφόσον η εθνική νομοθεσία προβλέπει κατάλληλες προθεσμίες για περιοδική επανεξέταση της ανάγκης αποθήκευσης των δεδομένων αυτών και, κατά τον χρόνο της επανεξέτασης, αξιολογείται αυστηρά η αναγκαιότητα παράτασης της αποθήκευσης, η νομοθεσία αυτή δεν απαιτείται να προβλέπει μέγιστη περίοδο αποθήκευσης.

LawJobs

Ροή Ειδήσεων

Δημοφιλή