Η Γαλλία ανοίγει ξανά το κεφάλαιο της ψηφιακής φορολόγησης, επιλέγοντας να αυξήσει σημαντικά τον φόρο επί των ψηφιακών υπηρεσιών (digital tax) που επιβάλλεται στους τεχνολογικούς κολοσσούς. Σύμφωνα με πληροφορίες από το Παρίσι, ο φόρος θα διπλασιαστεί από 3% σε 6%, σε μια κίνηση που ήδη προκαλεί έντονες αντιδράσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες και αναζωπυρώνει τις διεθνείς εντάσεις γύρω από τη φορολόγηση της ψηφιακής οικονομίας.
Η πρωτοβουλία του Παρισιού ξυπνά μνήμες από το 2019, όταν η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ είχε απειλήσει με εμπορικά αντίμετρα, χαρακτηρίζοντας τον γαλλικό digital tax «αντιαμερικανικό». Σήμερα, με τον Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, το πολιτικό ρίσκο είναι ακόμη μεγαλύτερο. Ο νέος πρόεδρος έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι θεωρεί τέτοιες φορολογικές πρωτοβουλίες «επίθεση στην αμερικανική καινοτομία», αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν θα διστάσει να απαντήσει με εμπορικά μέτρα.
Από την άλλη πλευρά, η γαλλική κυβέρνηση υπερασπίζεται την απόφαση ως απαραίτητη για να αποκατασταθεί η «φορολογική δικαιοσύνη» στην ψηφιακή εποχή. Όπως τόνισε ο υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ, «οι μεγάλες πλατφόρμες τεχνολογίας πρέπει να συμβάλουν δίκαια στα δημόσια έσοδα των χωρών όπου δραστηριοποιούνται». Ο διπλασιασμός του φόρου εκτιμάται ότι θα ενισχύσει σημαντικά τα γαλλικά έσοδα, σε μια περίοδο όπου η κυβέρνηση αναζητά νέους πόρους για να αντιμετωπίσει τις δημοσιονομικές πιέσεις.
Η ευρωπαϊκή διάσταση της ψηφιακής φορολόγησης
Η Γαλλία δεν είναι η μόνη χώρα που στοχεύει τις Big Tech. Η Ισπανία, η Ιταλία και η Αυστρία έχουν ήδη υιοθετήσει παρόμοιους φόρους, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση εξετάζει ένα κοινό πλαίσιο για την επιβολή ψηφιακού φόρου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Παράλληλα, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) επιχειρεί τα τελευταία χρόνια να καταλήξει σε διεθνή συμφωνία για τη φορολόγηση των πολυεθνικών εταιρειών, ωστόσο η πρόοδος παραμένει αργή, καθώς οι ΗΠΑ αντιδρούν σε κάθε ρύθμιση που θα μπορούσε να πλήξει τις δικές τους εταιρείες.
Σύμφωνα με Ευρωπαίους αναλυτές, η γαλλική πρωτοβουλία ίσως λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης για την επιτάχυνση αυτών των συζητήσεων. Άλλοι, ωστόσο, προειδοποιούν ότι θα μπορούσε να προκαλέσει έναν νέο γύρο εμπορικών εντάσεων, σε μια περίοδο όπου η παγκόσμια οικονομία παραμένει ευάλωτη. Όπως ανέφερε ο οικονομολόγος Ζαν Πιζανί-Φερί, «η αύξηση του digital tax μπορεί να εξελιχθεί σε έναν νέο μικρό εμπορικό πόλεμο μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ».
Η πρακτική εφαρμογή του φόρου παραμένει περίπλοκη. Οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες λειτουργούν μέσω σύνθετων εταιρικών σχημάτων, μεταφέροντας τα κέρδη τους σε χώρες με χαμηλότερη φορολογία. Αυτό καθιστά δύσκολη την ακριβή αποτίμηση των φορολογητέων εσόδων σε κάθε κράτος. Παράλληλα, υπάρχουν φόβοι ότι οι εταιρείες θα μετακυλίσουν το επιπλέον κόστος στους διαφημιζόμενους ή στους τελικούς χρήστες, επιβαρύνοντας τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους καταναλωτές.
Παρά τις δυσκολίες, η Γαλλία επιμένει. Με την αύξηση του φόρου, το Παρίσι επιχειρεί να στείλει μήνυμα ότι η ψηφιακή οικονομία δεν μπορεί να παραμένει στο απυρόβλητο και ότι η εποχή της αφορολόγητης κερδοφορίας των Big Tech πλησιάζει στο τέλος της. Την ίδια στιγμή, το μέτρο έχει έντονο πολιτικό συμβολισμό: παρουσιάζει την κυβέρνηση ως υπερασπιστή των ευρωπαϊκών συμφερόντων απέναντι στην κυριαρχία των αμερικανικών πλατφορμών.
Συμπέρασμα
Το αν αυτή η στρατηγική θα αποδειχθεί αποτελεσματική ή θα οδηγήσει σε νέα εμπορική αντιπαράθεση μένει να φανεί τους επόμενους μήνες. Το βέβαιο είναι ότι η συζήτηση για τη φορολόγηση της ψηφιακής οικονομίας δεν πρόκειται να κοπάσει. Η υπόθεση της Γαλλίας αναδεικνύει τις προκλήσεις ενός παγκοσμιοποιημένου ψηφιακού τοπίου, όπου οι κυβερνήσεις προσπαθούν να επιβάλουν δίκαιους κανόνες σε εταιρείες που λειτουργούν πέρα από τα εθνικά σύνορα.


