Στις 10 Ιουνίου 2024, το ισπανικό κοινοβούλιο ψήφισε έναν νόμο περί αμνηστίας για την αποκατάσταση της θεσμικής, πολιτικής και κοινωνικής ομαλότητας στην Καταλονία 1. Ο νόμος τέθηκε σε ισχύ ήδη από την επομένη της έκδοσής του. Συγκεκριμένα, χορηγήθηκε αμνηστία για τις πράξεις που στοιχειοθετούν ποινική, διοικητική ή δημοσιονομική ευθύνη και τελέστηκαν στο πλαίσιο του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Καταλονίας, το οποίο διεξήχθη την 1η Οκτωβρίου 2017, καθώς και κατά τις διεργασίες που πραγματοποιούνταν για την ανεξαρτητοποίηση της Καταλονίας.
Ενώπιον του Ανώτερου ειδικού δικαστηρίου (Ισπανία) εκκρεμεί ποινική δίκη εις βάρος δώδεκα κατηγορουμένων για πράξεις οι οποίες συνιστούν τρομοκρατικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο του κινήματος υπέρ της ανεξαρτησίας της Καταλονίας.
Το δικαστήριο αυτό υπέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αίτηση προδικαστικής αποφάσεως διότι διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν ο νόμος περί αμνηστίας πρέπει να εφαρμοστεί εν προκειμένω, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι έχουν περιληφθεί στο πεδίο εφαρμογής της αμνηστίας πράξεις οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν ως τρομοκρατικά εγκλήματα κατά την έννοια της οδηγίας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας 2. Με τις σημερινές του προτάσεις, ο γενικός εισαγγελέας Dean Spielmann εξετάζει κατά πρώτον εάν ο νόμος περί
αμνηστίας συμβιβάζεται με την οδηγία. Παρατηρεί ότι ο θεσμός της αμνηστίας δεν εναρμονίζεται από το ενωσιακό δίκαιο και εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Εξάλλου , η οδηγία δεν περιέχει καμία διάταξη που να απαγορεύει εξ ορισμού τη χρήση, στο εθνικό δίκαιο, μηχανισμών άρσης του αξιοποίνου, όπως είναι η αμνηστία.
Κατά τον γενικό εισαγγελέα, το καθοριστικό κριτήριο για την εκτίμηση της συμβατότητας
του νόμου περί αμνηστίας με την οδηγία έγκειται στο κατά πόσον συνάδει με τις ελάχιστες απαιτήσεις που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο, και δη το ανθρωπιστικό, καθώς και από τα νομολογιακά πρότυπα τα οποία έχει θέσει, ιδίως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) 3.
Κατά τη γνώμη του γενικού εισαγγελέα, ο νόμος περί αμνηστίας δεν αντιβαίνει στην οδηγία. Και τούτο διότι η οδηγία διατηρεί την πλήρη αποτελεσματικότητά της, δεδομένου ότι o εθνικός νόμος επιφέρει απλώς μια μερική και προσωρινή «απενεργοποίηση» των αποτελεσμάτων της, αίροντας την ποινική ευθύνη για συγκεκριμένες πράξεις, περιορισμένες ως προς τον χρόνο τέλεσης και τη φύση τους, χωρίς να θίγει τη γενική εφαρμογή της σε άλλες καταστάσεις. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι ο νόμος περί αμνηστίας πράγματι πληροί τα
πρότυπα που έχει θέσει η νομολογία του ΕΔΔΑ: αφενός, προκύπτει ότι εκδόθηκε όντως σε μια συγκυρία πολιτικής και κοινωνικής συμφιλίωσης και δεν συνιστά αυτοαμνηστία· αφετέρου, δεν καλύπτει τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ των ο ποίων καταλέγονται πρωτίστως οι προσβολές των δικαιωμάτων στη ζωή και στη σωματική ακεραιότητα. Ο νόμος περί αμνηστίας εξαιρεί ρητώς από τη χορήγηση της αμνηστίας τις πράξεις που έχουν εκ προθέσεως προκαλέσει τέτοιες παραβιάσεις, χωρίς να καλύπτει τυπικώς το σύνολο των αδικημάτων στα οποία αναφέρεται η οδηγία. Η προσέγγιση αυτή δεν φαίνεται, κατ’ αρχήν, ασύμβατη προς τους σκοπούς της οδηγίας. Κατά δεύτερον, ο γενικός εισαγγελέας αναλύει κατά πόσον ο νόμος περί αμνηστίας συμβιβάζεται με ορισμένες
γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου, όπως της ασφάλειας δικαίου 4, της προστασίας της
δικαιολογημένης εμπιστοσύνης 5, της ισότητας ενώπιον του νόμου και της απαγόρευσης των διακρίσεων, καθώς και της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου 6 και της καλόπιστης συνεργασίας 7.
Όσον αφορά την αρχή της ασφάλειας δικαίου, ο γενικός εισαγγελέας υπογραμμίζει ότι ο νόμος περί αμνηστίας παραπέμπει ρητώς στις σχετικές διατάξεις της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), όπου κατοχυρώνεται το δικαίωμα στη ζωή και καθιερώνεται η απαγόρευση των βασανιστηρίων και κάθε απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης 8. Κατά τη γνώμη του, χάρη στην παραπομπή αυτή χαράσσεται ένα αρκετά ξεκάθαρο όριο ανάμεσα στις συμπεριφορές οι οποίες μπορούν να αμνηστευθούν και σε εκείνες που, λόγω της σοβαρότητάς τους, πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στο καθεστώς το οποίο θεσπίζει η οδηγία, αναφορικά με την υποχρέωση άσκησης ποινικής δίωξης. Εξάλλου, σε σχέση με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο γενικός εισαγγελέας εκτιμά ότι, κατ’ αρχήν, το αφηρημένο περιεχόμενο ή η γενική διατύπωση στην οριοθέτηση του καθ’ ύλην και χρονικού πεδίου εφαρμογής του νόμου περί αμνηστίας δεν είναι καθοριστικής σημασίας ως προς την κρίση του ζητήματος της συμβατότητας του νόμου αυτού με το ενωσιακό δίκαιο. Ο έλεγχος του Δικαστηρίου θα πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του ότι δεν συντρέχει περίπτωση ατιμωρησίας για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπλέον, παρότι το καθ’ ύλην και χρονικό πεδίο εφαρμογής του νόμου περί αμνηστίας είναι εκτεταμένο, καλύπτει πάντως μια
συγκεκριμένη χρονική περίοδο και επακριβώς προσδιοριζόμενες πράξεις οι οποίες συνδέονται, όλες, με τις διεργασίες του κινήματος υπέρ της ανεξαρτητοποίησης της Καταλονίας. Συνεπώς, η εθνική ρύθμιση τελεί σε άμεση συνάφεια με τον πολιτικό της σκοπό – δηλαδή τη θεσμική εξομάλυνση και την κοινωνική συμφιλίωση στο πλαίσιο
της επονομαζόμενης καταλανικής κρίσης.
Ο γενικός εισαγγελέας καταλήγει ότι ούτε οι αρχές της ισότητας ενώπιον του νόμου, της απαγόρευσης των διακρίσεων, της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου και της καλόπιστης συνεργασίας αντίκεινται στον νόμο περί αμνηστίας.


