Γενική Συνέλευση ΕΔΕ Ι Ομιλία του Προέδρου της Ένωσης, κ. Χρ. Σεβαστίδη, ΔΝ Εφέτη,

Share

Ομιλία του Προέδρου της Ένωσης Δικαστών & Εισαγγελέων,

κ. Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ Εφέτη, στη ΓΣ της 13ης Δεκεμβρίου 2025

“Η Ένωση σας υποδέχεται και σας καλωσορίζει στην ετήσια τακτική Γενική της Συνέλευση. Χαιρετίζουμε την παρουσία του κ Υπουργού και εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων καθώς και όλων των επίσημων φορέων.  Η Γενική μας Συνέλευση έρχεται έναν μήνα μετά από το πιο πετυχημένο επιστημονικό Συνέδριο που έγινε στη Θεσσαλονίκη με παρουσία 450 συνέδρων. Η μαζική μας συμμετοχή σε κάθε εκδήλωση που διοργανώνουμε σφίγγει ακόμα περισσότερο τους συναδελφικούς δεσμούς, αποδεικνύει την ενότητα που υπάρχει στο Σώμα απέναντι σε συνεχείς προκλήσεις που δεχόμαστε το τελευταίο διάστημα και ερμηνεύεται ως ξεκάθαρη απόδειξη της εμπιστοσύνης που δικαστές και εισαγγελείς έχουν στο προεδρείο της Ένωσής τους και στους χειρισμούς του.

Τα θέματα της φετινής ΓΣ θα αναλυθούν ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος προκειμένου να λάβουμε τις αποφάσεις μας και να εκδοθεί το Ψήφισμα. Θα ήθελα στον χαιρετισμό μου να επικεντρωθώ σε ορισμένα επίκαιρα και ουσιώδη ζητήματα.

Ι) Η Δικαιοσύνη στη μέγγενη της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αιτίες της διαρκούς υπονόμευσης. Σχεδιασμός ανάκτησης κοινωνικής εμπιστοσύνης

 Ένας θεσμός καταξιώνεται ή σταδιακά σαπίζει ανάλογα με το κοινωνικό αποτύπωμα που αφήνει στη συνείδηση του λαού. Και μπορεί τα άτομα που υπηρετούν τον θεσμό να συμβάλουν στη διαμόρφωση της κοινωνικής αποδοχής του, ωστόσο ο καθοριστικός παράγοντας είναι το συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο που τον διέπει. Μετά την μεταπολίτευση καμία κυβέρνηση δεν ενδιαφέρθηκε να προχωρήσει σε βαθιές συνταγματικές αλλαγές στον τομέα της Δικαιοσύνης παρά τις κατά καιρούς εκκλήσεις των Δικαστικών Ενώσεων. Και τούτο γιατί αφενός δεν θεωρήθηκε πεδίο που κάλυπτε ζωτικές κοινωνικές ανάγκες ούτε συγκέντρωνε ποτέ το μεγάλο ενδιαφέρον του λαού, αφετέρου διότι η διαμορφωμένη κατάσταση ήταν εξαιρετικά βολική για τις κυβερνήσεις.

Φτάσαμε έτσι να συζητάμε τα τελευταία χρόνια για την έλλειψη αξιοπιστίας στους θεσμούς. Παρακολουθώντας λοιπόν διαχρονικά τα ποσοστά της εμπιστοσύνης του λαού στη δικαιοσύνη, σύμφωνα με δημοσκοπικά ευρήματα, διαπιστώνουμε τα εξής: Το 2007 το ποσοστό εμπιστοσύνης έφτανε στο 38% και σε μια ανοδική πορεία κορυφώθηκε το 2013 στο 63%, οπότε ξεκίνησε μια αντίστροφη πτωτική τάση φτάνοντας πέρσι στο χαμηλότερο ποσοστό του 27%. Το ποσοστό εμπιστοσύνης στα πολιτικά κόμματα κυμαίνεται διαχρονικά γύρω στο 10%,  ενώ στο Κοινοβούλιο αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο 18%. Δύο είναι τα προφανή συμπεράσματα: το πρώτο, πως υπερτονίζεται η έλλειψη εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη σαν να είναι ο μεγάλος ασθενής της Δημοκρατίας ενώ η πραγματικότητα είναι πως βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση από τους άλλους κρατικούς θεσμούς. Το δεύτερο πως η καθοδική πτώση της αξιοπιστίας συνδέεται με την απαρχή της μνημονιακής εποχής στη χώρα. Η οικονομική κρίση και η περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας γέννησαν κινήματα διαμαρτυρίας που αναζητούσαν απεγνωσμένα λύση από κάθε φορέα εξουσίας. Θυμάμαι στη συνάντηση που είχαμε με τον Μίκη Θεοδωράκη το 2017 στο σπίτι του στα πλαίσια πολιτιστικής εκδήλωσης που πραγματοποιήσαμε για την Εθνική Αντίσταση, το αγωνιώδες ερώτημα του: «Ο λαός υποφέρει. Εσείς δεν μπορείτε να κάνετε κάτι να βοηθήσετε;». Πώς να εξηγήσεις στην κοινωνία ότι ο δικαστής εφαρμόζει ψηφισμένο νόμο χωρίς να έχει ευρεία δυνατότητα διαμόρφωσης του πλαισίου στο οποίο και ο ίδιος υπόκειται ως πολίτης; Η Δικαιοσύνη υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση τη λαϊκή δυσαρέσκεια όχι για ενέργειες που η ίδια δεν μπορούσε να κάνει αλλά λόγω της οργανωτικής μορφής και του «τρισυπόστατου» της κρατικής εξουσίας. Υπέστη με άλλα λόγια φθορά που κατά ένα μέρος δεν αντιστοιχούσε σε δικές της ενέργειες και παραλείψεις αλλά σε κυβερνητικές αποφάσεις δεσμευτικές για την ίδια.

Εμπεδώθηκε επίσης η αντίληψη στον λαό πως η ποινική δικαιοσύνη δεν αποδίδεται με ίδιους όρους και όσο εύκολα καταδικάζεται ένας απλός πολίτης τόσο δύσκολα συμβαίνει αυτό με πολιτικά πρόσωπα και ισχυρούς επιχειρηματίες. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι ούτε καινοφανής ούτε άστοχη. Ανταποκρίνεται σε μια πραγματικότητα η οποία έχει συγκεκριμένες αιτίες. Πρώτα και κυρίαρχα στην συνταγματική πρόβλεψη του άρθρου 86 και στον ν 3126/2003 «περί ευθύνης υπουργών» που θέτουν ορισμένους φραγμούς για πράξεις υπουργών οι οποίες δεν θα έπρεπε να απολάμβαναν ειδικής προνομιακής αντιμετώπισης σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες. Κατά δεύτερο γίνεται εμπειρικά κατανοητό, πως η δικαιοσύνη είναι ένα δημόσιο αγαθό όπως η υγεία και η παιδεία, στα οποία η πρόσβαση δεν γίνεται με όρους πραγματικής ισότητας αλλά ταξικής και οικονομικής ισχύος. Ο ανακριτής, ο εισαγγελέας, ο δικαστής δεν θα έχει απέναντί του έναν δικηγόρο- υπερασπιστή αλλά ολόκληρα δικηγορικά γραφεία οργανωμένα και πλαισιωμένα με πολλούς επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων. Ζητήσαμε εδώ και πολλές δεκαετίες από την πολιτεία την ενίσχυση των δικαστικών υπηρεσιών με ειδικούς επιστήμονες (οικονομολόγους, γραφολόγους, λογιστές) ώστε να συνεπικουρούν τον δικαστικό λειτουργό στο έργο του, αλλά και την ευκολία πρόσβασης σε ψηφιακά δεδομένα. Οι συνάδελφοι παλεύουν μόνοι τους αλλά παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλουν και την καλή θέληση, ο αγώνας πολλές φορές είναι άνισος.  Η εγκληματικότητα του λευκού κολλάρου μένει στην αφανή ζώνη, αποθρασύνει τους υπαίτιους, προκαλεί την κοινωνία και αυξάνει την δυσπιστία στην απόδοση του συστήματος.

Μπροστά μας έχουμε μια μεγάλη δίκη και τα μάτια μιας ολόκληρης κοινωνίας είναι στραμμένα στη Λάρισα. Η Δικαιοσύνη θα δοκιμαστεί άλλη μια φορά σε ένα πεδίο που θεωρητικά είναι της αποκλειστικής της αρμοδιότητας αλλά έχει μετατραπεί εξ αρχής σε βασικό πολιτικό επίδικο. Το πολιτικό ενδιαφέρον είναι εύλογο και δικαιολογημένο για να αναδείξει τις αιτίες, τις πολιτικές ευθύνες, τις παραλείψεις. Μπορούν όμως τα πολιτικά κόμματα ή τα Μέσα Ενημέρωσης να καταλογίσουν ποινικές ευθύνες ή να χειραγωγήσουν με έμμεσο τρόπο την κρίση του δικαστηρίου; Πολύ φοβάμαι ότι η άσκηση ισχυρής κοινωνικής πίεσης για ένα αίτημα που υποβάλει ένα διάδικος και η υιοθέτησή του από τα πολιτικά κόμματα, μετατρέπεται σε αθέμιτη πίεση στη δικαστική εξουσία. Πολύ περισσότερο όταν δικηγόροι που εμπλέκονται στην συγκεκριμένη υπόθεση με την ιδιότητα του συνηγόρου έχοντας ταυτόχρονα και πολιτική ιδιότητα, έχουν στήσει γραφεία προσωπικής στοχοποίησης και διαπόμπευσης δικαστών.

Έχει γίνει μόνιμη επωδός στα χείλη αξιωματούχων, ότι αγωνίζονται για μια ανεξάρτητη και ακηδεμόνευτη Δικαιοσύνη. Στην πραγματικότητα αυτό που διεκδικούν είναι να έχουν τη δυνατότητα να την επηρεάσουν στην κατεύθυνση που οι ίδιοι επιθυμούν. Οι προτροπές και οι κάθε είδους παραινέσεις για αιτήματα που υποβάλλουν στις δικαστικές αρχές οι διάδικοι, αποδεικνύουν το πόσο προσχηματικό είναι το ενδιαφέρον για δικαστική ανεξαρτησία.

Σε μία περίοδο έντονου πολιτικού ανταγωνισμού, μία δικαστική υπόθεση μετατράπηκε σε πλειοδοσία ενδιαφέροντος για τις συνθήκες απονομής δικαιοσύνης. Μέσα από δεκάδες νομικές ασυναρτησίες που δεν μπορεί ένας πολίτης να επαληθεύσει ή να διαψεύσει, πούλησαν ορισμένοι έναν δήθεν αντισυστημισμό, τον οποίο στήριξε το ίδιο το σύστημα! Όσο πιο χυδαίος ο λόγος τόσο περισσότερο πειστικός και ιντριγκαδόρικος, τόσο μεγαλύτερα τα δημοσκοπικά ποσοστά.

Η υπονόμευση όλων των δικαστών και εισαγγελέων που ασχολήθηκαν ή θα ασχοληθούν με την υπόθεση, η συλλογική διαπόμπευσή τους, οδηγεί με βεβαιότητα σε εκ των προτέρων αμφισβήτηση κάθε πιθανού αποτελέσματος της δίκης και σε αθέμιτη προσπάθεια χειραγώγησης της δικαστικής κρίσης υπό καθεστώς απειλών και εκβιασμών. Σε ανώμαλες συνθήκες κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει δίκαιη δίκη. Η τρώση του κύρους της συντεταγμένης Δικαιοσύνης παραλύει τη Δημοκρατία στο σύνολό της.

Όλοι επικαλούνται την εφαρμογή του νόμου ως προϋπόθεση απόδοσης δικαιοσύνης. Βασικός νόμος, ουσιαστικό εργαλείο είναι η απαρέγκλιτη τήρηση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Της διαδικασίας που οφείλει να ακολουθήσει ο εφαρμοστής του δικαίου. Η διαδικασία αυτή έχει το πλεονέκτημα ότι είναι σταθερή, σίγουρη, εκ των προτέρων καθορισμένη. Έχει το μειονέκτημα ότι δεν υπόκειται σε συναισθήματα ούτε ετεροκαθορίζεται από άσκηση πίεσης, ούτε υποκύπτει σε απειλές. Η άπαξ υποχώρηση από τις επιταγές της δικονομίας -με οποιαδήποτε αιτιολογία- αφήνει διάπλατα ανοιχτό τον δρόμο της αυθαιρεσίας στο μέλλον για κάθε άλλη υπόθεση.

Η μελέτη μιας δικαστικής υπόθεσης απαιτεί τόσο επιστημονική γνώση όσο και μελέτη του υλικού της δικογραφίας. Εάν λείπει ένα από τα δύο αυτά στοιχεία, η κρίση που εκφέρεται είναι λανθασμένη. Τους τελευταίους μήνες διατυπώνονται «νομικές» απόψεις επί της συγκεκριμένης δικογραφίας είτε από μη νομικούς επιστήμονες είτε από νομικούς που δεν γνωρίζουν στοιχεία της υπόθεσης. Απόψεις μάλιστα που αμφισβητούν την κρίση των αρμόδιων δικαστικών οργάνων, δημιουργούν σενάρια φανταστικά πέρα από κάθε αντικειμενική και ψύχραιμη αντιμετώπιση.

Μέσα σε ένα τέτοιο δυστοπικό περιβάλλον ξεκινάει μία από τις πιο πολυπρόσωπες δίκες στη χώρα μας. Στη δίκη αυτή κρίνεται όχι μόνο η τύχη των εμπλεκομένων προσώπων αλλά συνολικά το μέλλον της Δικαιοσύνης και των άλλων Δημοκρατικών θεσμών. Απευθυνόμαστε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και λέμε: ενισχύστε το νομικό πλαίσιο προστασίας της προσωπικότητας των δικαστικών λειτουργών μέσα και έξω από τις δικαστικές αίθουσες. Μην τους αφήσετε βορά σε τυχοδιώκτες δημαγωγούς και λαοπλάνους. Περιφρουρήστε το κύρος τους και μαζί περιφρουρείτε τη δημοκρατία. Καλούμε τα πολιτικά κόμματα σε μια γόνιμη, ουσιαστική κριτική των όσων συμβαίνουν και όσων θα συμβούν.

Η Ένωσή μας ξεκίνησε πρώτη φέτος τον Μάρτιο τον διάλογο με τα πολιτικά κόμματα για να βελτιωθούν οι συνθήκες απονομής της δικαιοσύνης και να δημιουργηθεί το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο ώστε να ανακτηθεί η κοινωνική εμπιστοσύνη. Πρώτοι εμείς ζητήσαμε την αλλαγή του τρόπου επιλογής της ηγεσίας ώστε να μην αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της κάθε κυβέρνησης αλλά να είναι δεσμευμένη αυτή να επιλέξει μεταξύ ανώτατων δικαστών που έχει προεπιλέξει μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες το ίδιο το Δικαστικό Σώμα. Πρώτοι εμείς ζητήσαμε ήδη από την προηγούμενη συνταγματική αναθεώρηση να απαγορευτεί νομοθετικά στους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς η ανάθεση σε αυτούς καθηκόντων σε δημόσιες υπηρεσίες ή ανεξάρτητες αρχές. Ο λαός πρέπει να μάθει πως παρά τις προτάσεις αυτοπεριορισμού που έκαναν οι ίδιοι οι δικαστές, παρά την επίμονη στάση μας εδώ και μια δεκαετία, καμία κυβέρνηση δεν στάθηκε αρωγός στην κατεύθυνση που προτείναμε. Τα πολιτικά κόμματα που μας καταδίκασαν σε μια θεσμική στασιμότητα είναι αυτά που σήμερα χύνουν δάκρυα για την χαμένη αξιοπιστία της Δικαιοσύνης. Να μην ξεχνούν τέλος οι πολίτες πως οι δικαστικές αποφάσεις οφείλουν να κρίνονται με όρους νομικούς και όχι πολιτικούς· μέσα στα πλαίσια της υφιστάμενης δικονομίας, του θετικού δικαίου και όχι σε επίπεδο νομικού ιδεαλισμού.

ΙΙ) Σχέσεις με δικηγόρους

Από τον Ιούνιο επιδεινώθηκαν βαθμιαία οι σχέσεις μας με τις ηγεσίες των δικηγορικών συλλόγων εξαιτίας μιας αδικαιολόγητης εμμονικής στάσης τους να μην αναγνωρίζουν το πρόβλημα που δημιουργούν ελάχιστα μέλη τους στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων: δικηγόροι που περιφέρονται σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, τηλεοπτικά κανάλια χυδαιολογώντας και συκοφαντώντας δικαστές και εισαγγελείς, που τραμπουκίζουν μέσα στις δικαστικές αίθουσες, δίνοντας την εικόνα μιας δικαιοσύνης που παρακαλάει και εκλιπαρεί για σύνεση ανθρώπους που συνειδητά επιδιώκουν την ένταση. Τους ξέρουμε όλοι ποιοι είναι. Γνωρίζουμε ότι το υφιστάμενο καθεστώς δεν μπορεί να τους αποτρέψει από τέτοιες προκλητικές συμπεριφορές και ακριβώς αυτήν την αδυναμία του συστήματος εκμεταλλεύονται για να επιβάλουν τον παραλογισμό τους ως κανονικότητα. Μάθαμε για πολλά χρόνια να υφιστάμεθα διαπόμπευση και εξευτελισμούς σαν να είναι αυτός ο ρόλος του δικαστή σε ένα κράτος. Να γίνεται η βαλβίδα εκτόνωσης για δικηγόρους που επιχειρούν σόου και δημοφιλία. Ο πασιφισμός και η έκκληση «να πέσουν οι τόνοι» δεν λύνει το πρόβλημα. Είναι μια πράξη συμβιβασμού με την ασχήμια, ένα μάθημα υποταγής και δικαιολόγησής της ως δήθεν απόδειξη σωφροσύνης. Τέτοιες εκκλήσεις ακούσαμε πολλές στο παρελθόν, όμως η κατάσταση δεν άλλαξε. Και δεν πρόκειται να αλλάξει εάν δεν δούμε κατάματα την πραγματικότητα και δεν έχουμε το θάρρος να διεκδικήσουμε την αξιοπρέπειά μας.

Το καλοκαίρι που πέρασε βρέθηκα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης σε μια κοινή συνάντηση με τους προέδρους των τριών μεγάλων δικηγορικών συλλόγων και τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης για να συζητήσουμε επί της ολοκληρωμένης πρότασης που καταθέσαμε ως Ένωση για την αντιμετώπιση φαινομένων χυδαίων επιθέσεων δικηγόρων στους δικαστές της έδρας με αφορμή τη γνωστή υπόθεση στο Εφετείο Λαμίας. Οι ηγεσίες των δικηγορικών συλλόγων αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν ότι υπάρχει πρόβλημα. Υπερασπίστηκαν τα μέλη τους και μας έδειξαν ξεκάθαρα ότι γι’ αυτούς προέχει η συντεχνιακή περιχαράκωση και η συντήρηση μιας εξόχως προβληματικής κατάστασης. Οι ίδιοι οι δικηγόροι πέρα από τον πειθαρχικό έλεγχο δικαστικών λειτουργών που συχνά ζητάνε, διαθέτουν και την αίτηση εξαίρεσης ως ένα ισχυρό όπλο που τους προφυλάσσει από μεροληπτική ή απρεπή συμπεριφορά σε βάρος τους. Τέτοιο δικαίωμα δεν αναγνωρίζουν στους δικαστές. Θεωρούν ότι οι τελευταίοι είναι υποχρεωμένοι να ανέχονται εξυβρίσεις, συκοφαντίες, προπηλακισμούς κατά την ακροαματική διαδικασία χωρίς να μπορούν να προστατεύσουν την τιμή και την αξιοπρέπειά τους. Ο δικαστής της έδρας θα πρέπει να υπομείνει με σκυμμένο το κεφάλι κάθε είδους εξευτελισμό για να ελπίζει πως κάποια στιγμή θα επιληφθεί το πειθαρχικό των δικηγόρων και ίσως επιβάλει ποινή στον συνάδελφό τους. Μέχρι εδώ όμως ήταν η ανοχή μας!

Η Ένωση κατέθεσε μία μελέτη βασισμένη πάνω στο συγκριτικό δίκαιο. Λάβαμε υπόψη μας τις νομοθεσίες πολλών άλλων κρατών και καταλήξαμε στην ηπιότερη αντιμετώπιση. Την θέσαμε υπόψη των πολιτικών κομμάτων της χώρας, της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Ενημερώσαμε σχετικά την Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών η οποία δεν είχε αντιμετωπίσει στο παρελθόν ανάλογα περιστατικά. Ήδη λάβαμε απάντηση από τον Αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών και τις προσεχείς μέρες θα υπάρχει σχετική επίσημη τοποθέτηση. Κανείς λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοήσει για ποιόν λόγο η Ελλάδα θα πρέπει να μένει αντιδραστική νησίδα παγκοσμίως, γιατί θα πρέπει να θεωρεί ότι φαινόμενα παρακμιακά πρέπει να γίνονται αποδεκτά, γιατί θα πρέπει ένας επαγγελματικός κλάδος να αναγνωρίζει την συντεχνιακή του προστασία ως ύψιστο δικαίωμα σε βάρος των υπολοίπων και τέλος γιατί οι δικηγορικοί σύλλογοι δείχνουν τέτοιο ανεξήγητο ενδιαφέρον για τους λίγους συναδέλφους τους, που δυσφημούν το σύνολο.

Κύριε Υπουργέ σας ζητούμε ενόψει και των μεγάλων δικών που έχουμε μπροστά μας, να προχωρήσετε άμεσα σε νομοθετική παρέμβαση. Μην αφήνετε να εκτεθεί άλλο η Δικαιοσύνη διεθνώς, μην αφήνετε τους δικαστικούς λειτουργούς εκτεθειμένους απέναντι σε μια μικρή μειοψηφία δικηγόρων. Έχετε την πρότασή μας. Είναι ώριμες οι συνθήκες να λυθεί οριστικά αυτή η εκκρεμότητα με το παρελθόν.

ΙΙΙ) Εργασιακές συνθήκες- αυξήσεις σε οργανικές θέσεις σε Εφετεία- Δικαστική μεσολάβηση- υπολογιστές- vouchers

Η νέα δομή των Πρωτοδικείων μετά την ενοποίηση και ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ανεξάρτητα από τις ενστάσεις και τις επιφυλάξεις που διατυπώσαμε ως προς συγκεκριμένα σημεία του, έφεραν μια ριζική αναμόρφωση του τοπίου στις αστικές δίκες. Ο στόχος για ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων είναι θεμιτή επιδίωξη της πολιτείας και διαχρονικό κοινωνικό αίτημα. Για την ικανοποίησή του ωστόσο απαιτείται μια ακόμα μεγαλύτερη εντατικοποίηση της εργασίας των δικαστών στα όρια της εργασιακής εξουθένωσης. Το νομοθετικό ανώτατο ετήσιο πλαφόν των 150 υποθέσεων στα πρωτοδικεία και των 70 στα εφετεία πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα από όλες τις διοικήσεις των δικαστηρίων. Είναι το όριο των ανθρώπινων αντοχών που παρέχει ταυτόχρονα την εγγύηση πως οι υποθέσεις τυγχάνουν επαρκούς επεξεργασίας και οι αποφάσεις που εκδίδονται είναι ποιοτικές. Η λύση στο μεγάλο πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης δικαστικής ύλης δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη αλλά απαιτεί συνδυασμό νομοθετικών παρεμβάσεων. Η Ένωση κατέθεσε ολοκληρωμένη πρόταση ενίσχυσης της δικαστικής μεσολάβησης ως βασικού εργαλείου εξώδικης επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών. Διασφαλίσαμε και την εύκολη και ανέξοδη πρόσβαση του πολίτη στην διαδικασία αλλά ταυτόχρονα με την εγγυητική παρουσία δικαστικού λειτουργού. Θεωρούμε ότι θα καταφέρουμε με τον τρόπο αυτό και με την δημιουργία ειδικών τμημάτων δικαστικής μεσολάβησης στα δικαστήρια, να επιλυθεί μεγάλος αριθμός υποθέσεων που μένουν σε εκκρεμότητα. Η ιδιωτική διαμεσολάβηση απέτυχε και όσες προσπάθειες αναπαλαίωσης κι αν γίνουν θα έχει την ίδια μοίρα. Ο πολίτης δεν εμπιστεύεται μια διαδικασία κοστοβόρα για τον ίδιο, η οποία μετατρέπει ένα δημόσιο αγαθό σε αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης χωρίς μάλιστα την διασφάλιση της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας.  Παράλληλα με την δικαστική μεσολάβηση απαιτείται ενίσχυση των οργανικών θέσεων στα Εφετεία. Η ενοποίηση του πρώτου βαθμού αύξησε τον αριθμό των οριστικών δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται κάθε χρόνο αλλά δημιούργησε το φαινόμενο της αύξησης της ύλης στα Εφετεία. Το καλοκαίρι το Υπουργείο αύξησε κατά 50 τις θέσεις εφετών και ήδη υπάρχει δέσμευση για επιπλέον 40 θέσεις εφετών και 15 προέδρων εφετών μέχρι τις αρχές Γενάρη, όπως ακριβώς αιτήθηκε η Ένωσή μας. Πρόκειται για μια θετική εξέλιξη την οποία και από την Γενική μας Συνέλευση χαιρετίζουμε.  Τρίτη βασική παράμετρος είναι η ψηφιοποίηση και η εισαγωγή νέων τεχνολογιών που διευκολύνουν το έργο των δικαστών. Στον τομέα αυτό υστερούμε σε σύγκριση με τα δικαστικά συστήματα άλλων κρατών. Ζητήσαμε από το Υπουργείο την κρατική επιχορήγηση στην πρόσβαση των συναδέλφων σε πλατφόρμες και τράπεζες νομικών πληροφοριών καθώς και την αναβάθμιση του αναγκαίου εξοπλισμού με την χορήγηση ηλεκτρονικών υπολογιστών. Είναι τα ελάχιστα απαραίτητα εργαλεία τα οποία οφείλει η πολιτεία να παρέχει στους λειτουργούς της ώστε να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις που δικαιολογημένα έχει η κοινωνία από αυτούς. Έχουμε την θετική ανταπόκριση του Υπουργείου στα παραπάνω αιτήματά μας και αναμένουμε την υλοποίησή τους.

  1. IV) Οικονομικές διεκδικήσεις – Επαναφορά Δώρων στον δημόσιο τομέα

Στις αρχές Σεπτεμβρίου οι Δικαστικές Ενώσεις συνεκτιμώντας τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας αλλά και τη ραγδαία αύξηση του κόστους ζωής, απέστειλαν κοινό αίτημα προς το Υπουργείο Οικονομικών, περιγράφοντας την κατεύθυνση μίας δίκαιης μισθολογικής αναπροσαρμογής, προς αποκατάσταση απωλειών από την εποχή των μνημονίων, η οποία –σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες- έχει παρέλθει. Αιτηθήκαμε συγκεκριμένα την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού για όλο τον δημόσιο τομέα, την αύξηση 20% στον βασικό μισθό αναφοράς του πρωτοδίκη, την επαναφορά επιδομάτων ταχείας διεκπεραίωσης και βιβλιοθήκης στα προ της κρίσης επίπεδα, την κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας, την ενσωμάτωση διαφορών με τις αποδοχές του ΝΣΚ, την αναγνώριση μισθολογικής προσαύξησης για τους πρώην ειρηνοδίκες που συμπληρώνουν 18 και 20 έτη υπηρεσίας. Για το τελευταίο αυτό αίτημα δεσμεύτηκε στην τελευταία μας συνάντηση ο Υπουργός Δικαιοσύνης να το επιλύσει άμεσα με σχετική Υπουργική απόφαση.

Τα υπόλοιπα αιτήματα παραμένουν άλυτα. Η άρνηση της κυβέρνησης να συζητήσει με τους εργαζόμενους προτάσεις που θα τους ανακουφίσουν από μια διαρκή υποβάθμιση του επιπέδου ζωής τους, από την ετήσια συρρίκνωση του πραγματικού μισθού τους, από την απώλεια κεκτημένων δικαιωμάτων εδώ και έναν αιώνα, δεν οφείλεται σε οικονομική αδυναμία αλλά σε συνειδητή επιλογή. H αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά 7,7% την τελευταία τετραετία – ποσοστό υπερδιπλάσιο από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3,3%) και τριπλάσιο της Ευρωζώνης (2,3%), η εμφάνιση ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας της τάξης του 2,5%, ο οποίος είναι σχεδόν τριπλάσιος σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, η εξασφάλιση πρωτογενούς πλεονάσματος 11,5 δις. για το 2024 που ξεπερνά κατά πολύ τις αρχικές προβλέψεις, δεν μαρτυρά οικονομία που παραπαίει. Από τα 11,5 δις πλεονάσματος η καταβολή του 13ου μισθού θα αντιστοιχούσε στο 1,5 δις σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών. Δεν δέχεται το Υπουργείο να επιστρέψει ούτε το 1/10 του πλεονάσματος στους μισθωτούς και συνταξιούχους από τους οποίους αντλείται το μεγαλύτερο μερίδιο των φόρων. Ζητήσαμε επανειλημμένα να αναγνωρίσει η κυβέρνηση την υποχρέωσή της να επιστρέψει τα Δώρα τα οποία προσωρινά είχαν ανασταλεί λόγω μνημονίων. Σήμερα που βρισκόμαστε σε περίοδο ομαλότητας δεν υπάρχει κανένας δικαιολογητικός λόγος παρακράτησής τους. Δεν θα αφήσουμε να σβήσει από τις μνήμες των νέων ανθρώπων μία ιστορική κατάκτηση ενός αιώνα. Χρειάζεται επιμονή και μαζικότητα στις διεκδικήσεις μας. Την χρονιά που πέρασε η Ένωσή μας έκανε δεκάδες συναντήσεις με φορείς και επαγγελματικές ενώσεις που έχουν κοινό αίτημα την επαναφορά των Δώρων, συμμετείχε με ομιλίες σε εκδηλώσεις που οργάνωσε η ΑΔΕΔΥ. Και την χρονιά που έρχεται θα παλέψουμε με το ίδιο πάθος μέχρι την τελική δικαίωση του αιτήματός μας.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η Ένωση έχει ένα τεράστιο χρέος να εκπληρώσει. Να αντιστρέψει μια αρνητική κοινωνική αντίληψη πριν αυτή προλάβει να αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά. Για να το πετύχει αυτό πρέπει να κολυμπήσει αντίθετα στο ποτάμι. Δεν αρκούν μεγαλοστομίες και τετριμμένες αυτοαναφορικές επαναλήψεις του σπουδαίου ρόλου που πράγματι μας αναθέτει το Σύνταγμα. Χρειάζεται να πείσουμε τον λαό έμπρακτα. Ο καθένας με την καθημερινή του δουλειά. Η Ένωση με τις θέσεις της και τη δράση της. Κάθε αίτημά μας, κάθε πρότασή μας να είναι προσεκτικά μελετημένη, να μην κρύβει συντεχνιασμό και ελιτίστικη νοοτροπία, να αφουγκράζεται το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο ζούμε.  Έχουμε την εμπειρία να το κάνουμε. Έχουμε και την θέληση. Το αποδείξαμε πολλές φορές μέχρι τώρα. Το οφείλουμε στον ελληνικό λαό και στις κατοπινές γενιές δικαστών και εισαγγελέων. Καλή επιτυχία στις εργασίες της Συνέλευσης!”

LawJobs

Ροή Ειδήσεων

Δημοφιλή