Στην Ευρωπαϊκή Ένωση του SEPA, του GDPR, των διασυνοριακών επενδύσεων και των προγραμμάτων mobility, θα περίμενε κανείς ότι η πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου θα αποτελούσε ένα από τα πιο φυσικά πεδία ενοποίησης. Παρά ταύτα, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: η άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος δικηγόρου παραμένει ένα από τα πιο «εθνικά» επαγγελματικά καθεστώτα στην Ευρώπη. Και μάλιστα όχι μόνο τυπικά, αλλά ιδεολογικά. Σαν να λέμε: 27 κράτη-μέλη, 27 διαφορετικά συστήματα πρόσβασης σε ένα επάγγελμα που κατά τα άλλα υπακούει στην ίδια ενιαία ενωσιακή έννομη τάξη.
Το παράδοξο όμως πάει ακόμη βαθύτερα. Την ίδια στιγμή που η ΕΕ επιτρέπει την ελεύθερη εγκατάσταση ήδη αδειοδοτημένων δικηγόρων από οποιοδήποτε κράτος-μέλος σε οποιοδήποτε άλλο, δεν έχει ποτέ επιχειρήσει να δημιουργήσει ένα κοινό “bar exam” ή μία κοινή διαδικασία για την «πρωτογενή» αδειοδότηση. Κάτι που κάνει πολλούς νομικούς παρατηρητές να μιλούν για ένα από τα πιο χαρακτηριστικά “τυφλά σημεία” της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Τρεις ευρωπαϊκές «κουλτούρες» πρόσβασης στο επάγγελμα
Παρά τις τεχνικές λεπτομέρειες κάθε χώρας, οι διαφορές δεν είναι πραγματικά τεχνικές. Είναι φιλοσοφικές. Στην πράξη, η Ευρώπη λειτουργεί σήμερα με τρεις εντελώς διαφορετικές κουλτούρες.
Η πρώτη είναι το αυστηρά κρατικο-ρυθμιζόμενο ηπειρωτικό μοντέλο: πτυχίο νομικής, υποχρεωτική και συχνά πολυετής πρακτική άσκηση, και στη συνέχεια κρατικές εξετάσεις υψηλής δυσκολίας. Ελλάδα, Γερμανία, Ισπανία, Αυστρία, Πολωνία — η Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη παραμένουν πιστές σε μία λογική όπου το κράτος «υπογράφει» την είσοδο στο επάγγελμα. Αυτό το μοντέλο αντιμετωπίζει τον δικηγόρο ως θεσμικό παίχτη της Δημοκρατίας με δημόσιο ρόλο – όχι ως έναν πάροχο υπηρεσιών της αγοράς.
Η δεύτερη κουλτούρα, την οποία γνωρίσαμε με μεγαλύτερη οξύτητα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, είναι εκείνη της επαγγελματικής αυτορρύθμισης με “market driven” εξεταστικούς μηχανισμούς. Το νέο SQE (Solicitors Qualifying Examination) δεν αποτελεί κρατικό θεσμό, αλλά ένα πιστοποιημένο επαγγελματικό σύστημα υπό ιδιωτικούς φορείς (SRA/BSB). Στην Αγγλία, ιστορικά, τον δικηγόρο δεν τον «παράγει» το κράτος, τον παράγουν οι Inns και οι επαγγελματικοί κανόνες. Η κυρίαρχη λογική εδώ δεν είναι το δημόσιο συμφέρον υπό κρατική εγγύηση, αλλά η αγορά υπηρεσιών δικαίου ως μηχανισμός ρύθμισης.
Και υπάρχει και μία τρίτη προσέγγιση – λιγότερο συζητημένη, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα: η σκανδιναβική. Σουηδία, Δανία, Φινλανδία αντιμετωπίζουν την πρόσβαση στο επάγγελμα ως φυσική συνέχεια της πανεπιστημιακής πορείας. Το πανεπιστήμιο δεν είναι απλή ακαδημαϊκή προπύλαση, είναι το ίδιο το κύριο στάδιο πιστοποίησης. Η επαγγελματική πρακτική υπάρχει, αλλά με εντελώς διαφορετική ένταση – και το βάρος πέφτει στην ακαδημαϊκή ποιότητα. Είναι ένα μοντέλο που στηρίζεται στη θεσμική εμπιστοσύνη προς το εκπαιδευτικό σύστημα.
Οι Σκανδιναβικές χώρες (Σουηδία, Δανία, Φινλανδία) αποτελούν ίσως το πιο ιδιαίτερο παράδειγμα εντός ΕΕ. Εκεί, η πρόσβαση στο επάγγελμα είναι «πανεπιστημιακά αγκυρωμένη». Το Juristexamen (ή το αντίστοιχο Master of Laws) θεωρείται ήδη κτήμα επαγγελματικής επάρκειας – όχι απλώς θεωρητικής παιδείας. Η επαγγελματική ιδιότητα δεν ενεργοποιείται με ένα μεγάλο, “πανεθνικό” bar exam· ενεργοποιείται μέσω εποπτευόμενης άσκησης και αξιολόγησης πραγματικής νομικής λειτουργίας. Στη Σουηδία, ο τίτλος Advokat δεν προκύπτει από γραπτή εθνική εξέταση, αλλά από τεκμηρίωση ότι ο υποψήφιος έχει ήδη λειτουργήσει ως νομικός με ακεραιότητα και ικανότητα. Στη Δανία, ο θεσμός του Advokatfuldmægtig αντιστοιχεί σε supervised stage μέσα σε πραγματικό επαγγελματικό περιβάλλον – όπου ο “έλεγχος ποιότητας” γίνεται στην πράξη και όχι σε εξεταστικό event. Το κοινό νήμα είναι ότι η επάρκεια δοκιμάζεται in vivo. Εδώ το πανεπιστήμιο δεν είναι «σχολείο πριν το bar», αλλά ο βασικός irrigator του επαγγέλματος. Η επαγγελματική πιστοποίηση γίνεται περισσότερο μέσω hands-on performance και ethics screening παρά μέσω ενός τελικού “rite of passage” εξετάσεων.
Η πολιτική ουσία του προβλήματος
Δεν είναι νομικό το εμπόδιο. Είναι πολιτικό. Μία κοινή ευρωπαϊκή εξέταση για την πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα θα εθεωρείτο από αρκετά κράτη-μέλη ως άμεση παρέμβαση στην συνταγματική τους κυριαρχία. Ο δικηγόρος, σε πολλές νομοθετικές παραδόσεις, δεν είναι ένας απλός επαγγελματίας: είναι οργανικό στοιχείο του Κράτους Δικαίου.
Γι’ αυτό και ακόμη και στην κορύφωση των πιέσεων για ενιαία αγορά υπηρεσιών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήταν πάντα πολύ προσεκτική. Δεν υπήρξε ποτέ σοβαρή θεσμική πρωτοβουλία ενοποίησης της «πρωτογενούς» αδειοδότησης.
Η ειρωνεία: mobility υπάρχει – ενιαία εξέταση όχι
Κι όμως, εδώ είναι η μεγάλη αντίφαση. Ενώ τα κράτη δεν συγκλίνουν στην αρχική χορήγηση της άδειας, έχουν δημιουργήσει ένα εξαιρετικά φιλικό καθεστώς για όσους έχουν ήδη τίτλο. Η οδηγία 98/5/ΕΚ επιτρέπει σε δικηγόρο ενός κράτους-μέλους να εγκατασταθεί σε άλλο με τον τίτλο προέλευσής του. Αν ασκήσει πραγματική επαγγελματική δραστηριότητα για τρία χρόνια, μπορεί να μετατρέψει τον τίτλο του – χωρίς ειδική πρόσθετη εξέταση.
Το «shopping around» της δεκαετίας
Αυτή η ασυμμετρία δημιούργησε και ένα side-effect: σε κάποιες περιπτώσεις παρατηρείται αναζήτηση «ευκολότερων» συστημάτων εισόδου. Οι σύλλογοι έχουν αυστηροποιήσει τους ελέγχους. Αλλά το γεγονός ότι αυτό το φαινόμενο υπάρχει δείχνει με τον πιο καθαρό τρόπο πως μέσα στην Ευρώπη, τα ίδια τα κράτη-μέλη δεν εμπιστεύονται αμοιβαία τα συστήματα πρόσβασης των άλλων.
Micro-data: ενδεικτικές απαιτήσεις πρακτικής / licensing στην ΕΕ
– Γερμανία: ~24 μήνες Referendariat + δύο Staatsexamen
– Ελλάδα: 18 μήνες άσκηση + εξετάσεις Συλλόγου
– Ισπανία: 1 έτος Master en Abogacía + πρακτική + εθνική εξέταση
– Ην. Βασίλειο (Solicitors): SQE1 + SQE2 + 2 έτη QWE
– Ιρλανδία: FE-1 exams + επαγγελματική εκπαίδευση Law Society / King’s Inns
– Σουηδία: Juristexamen + τεκμηρίωση πρακτικής in vivo (όχι bar exam)
Σήμερα, η Ευρώπη έχει καταφέρει να δημιουργήσει κοινά νομικά πλαίσια σε πεδία που κάποτε θα έμοιαζαν αδιανόητα. Το GDPR, το SEPA, η εναρμόνιση κεφαλαιαγοράς. Το επάγγελμα του δικηγόρου όχι.
Κι εδώ βρίσκεται η ουσία: στην Ευρώπη σήμερα, δεν υπάρχει «European Lawyer». Υπάρχει ο mobile national lawyer.

