Σε λίγες ημέρες οι δικηγορικοί σύλλογοι στην Ελλάδα εισέρχονται στη διαδικασία εκλογής νέων διοικήσεων, με την καθιερωμένη τετραετή θητεία και την ανάδειξη προέδρου και διοικητικού συμβουλίου από το σύνολο των δικηγόρων – μελών τους. Πρόκειται για μια διαδικασία με σαφή δημοκρατικά χαρακτηριστικά και άμεση συμμετοχή των δικηγόρων.
Με την ευκαιρία των σχετικών αρχαιρεσιών στη χώρα μας, εξετάζουμε μια σύντομη συγκριτική προσέγγιση με τις αντίστοιχες εκλογικές διαδικασίες σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τι μπορούμε να μάθουμε από τις διαφορετικές θεσμικές παραδόσεις και πρακτικές.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν υπάρχει ενιαία δομή. Αντίθετα, διαμορφώνονται τρεις βασικές προσεγγίσεις.
Πρώτον, το μοντέλο της άμεσης εκλογής από το σύνολο των μελών, όπως ισχύει στην Ισπανία, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία. Στα κράτη αυτά η διαδικασία είναι ευθυγραμμισμένη με την ελληνική πραγματικότητα: οι δικηγόροι προσέρχονται στην κάλπη και εκλέγουν απευθείας τον πρόεδρο και τα αιρετά μέλη των διοικητικών συμβουλίων τους. . Ειδικά στα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα, όπως στη Μαδρίτη ή στη Ρώμη, οι εκλογές συχνά αποτελούν σημαντικό γεγονός για το σύνολο του επαγγέλματος σε εθνικό επίπεδο.
Σε πρακτικό επίπεδο: ο κάθε δικηγόρος ψηφίζει απευθείας αυτόν που θεωρεί ότι πρέπει να προεδρεύσει του συλλόγου του ή να αναδειχθεί στα όργανα διοίκησης.
Δεύτερον, το μοντέλο της έμμεσης εκλογής, που συναντάται σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, όπως η Γερμανία και η Αυστρία. Εκεί, η ανάδειξη της διοίκησης δεν γίνεται απευθείας από την κάλπη στο σύνολο των δικηγόρων, αλλά μέσω αντιπροσώπων. Με άλλα λόγια, τα μέλη εκλέγουν ένα σώμα αντιπροσώπων και αυτό το σώμα εκλέγει με τη σειρά του τη διοίκηση. Η λογική πίσω από το σύστημα αυτό συνδέεται περισσότερο με την εταιρική διακυβέρνηση και τη θεσμική εποπτεία των οργάνων. Η διαδικασία είναι λιγότερο «εκλογική αναμέτρηση προσώπων» και περισσότερο λειτουργία θεσμικού ελέγχου από συλλογικά όργανα.
Σε πρακτικό επίπεδο: ο κάθε δικηγόρος ψηφίζει τους συμβούλους, και αυτοί — όχι ο ίδιος — εκλέγουν τον πρόεδρο και τα υπόλοιπα αιρετά μέλη.
Τρίτον, το μικτό σύστημα, όπως στη Γαλλία και στην Ολλανδία. Εκεί η εκλογή του διοικητικού συμβουλίου γίνεται από τα μέλη, αλλά η επιλογή ή ο ρόλος του επικεφαλής διαμορφώνεται με πρόσθετους θεσμικούς κανόνες. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι δικηγόροι εκλέγουν τα μέλη του συμβουλίου, ωστόσο ο επικεφαλής αναδεικνύεται με διαδικασία που συνδυάζει εκλογικό στοιχείο και θεσμική επιλογή. Στην Ολλανδία, ο επικεφαλής του συλλόγου έχει πιο έντονα εποπτικά καθήκοντα σε σχέση με την εικόνα που έχουμε στη Νότια Ευρώπη. Σε αυτή την προσέγγιση εντοπίζεται η προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ συμμετοχής των μελών και προστασίας του δημοσίου συμφέροντος.
Σε πρακτικό επίπεδο: ο δικηγόρος συμμετέχει στην εκλογή, αλλά ο τελικός τρόπος ανάδειξης της κορυφής του συλλόγου περιλαμβάνει και πρόσθετα θεσμικά φίλτρα.
Οι παραπάνω διαφοροποιήσεις δεν αποτελούν απλώς διαφορετικές μεθόδους εκλογής· αντανακλούν διαφορετικές αντιλήψεις ως προς το τι σημαίνει “καλή διοίκηση” σε έναν επαγγελματικό φορέα. Στη Νότια Ευρώπη, η άμεση εκλογή προβάλλεται ως ισχυρό δημοκρατικό θεμέλιο. Ωστόσο, έχει και προκλήσεις: προσωποποίηση, προεκλογική ένταση, μεγαλύτερη έμφαση στις δημόσιες αντιπαραθέσεις. Αντιθέτως, στη Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, η θεσμική σκοπιά δίνει βάρος στη σταθερότητα, στη συνέχεια, αλλά και στην ύπαρξη μηχανισμών ελέγχου, που δεν εξαρτώνται μόνο από τις εκλογές.
Δεν υπάρχει ένα ιδανικό μοντέλο που να εφαρμόζεται παντού. Κάθε χώρα προσαρμόζει την εκλογική διαδικασία στις ανάγκες του νομικού επαγγέλματος, στο νομικό πλαίσιο και στην ιστορική της παράδοση. Η ελληνική πρακτική ανήκει καθαρά στο μοντέλο της άμεσης εκλογής από το σύνολο των μελών. Αυτό το γεγονός δίνει ισχυρή νομιμοποίηση στις διοικήσεις των συλλόγων. Ταυτόχρονα όμως, η διεθνής εικόνα μας υπενθυμίζει ότι η εκλογή αποτελεί μόνο το πρώτο στάδιο: η λειτουργία, η διαφάνεια, η λογοδοσία και η αξιοποίηση των ψηφιακών εργαλείων, είναι τα επόμενα κριτήρια στα οποία κρίνονται οι διοικήσεις στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Οι ελληνικές αρχαιρεσίες που βρίσκονται σε εξέλιξη προσφέρουν, επομένως, όχι μόνο μια ευκαιρία ανανέωσης εκπροσώπησης, αλλά και μια αφορμή αναστοχασμού: πώς συγκρινόμαστε με την υπόλοιπη Ευρώπη, και ποια στοιχεία διεθνών πρακτικών θα μπορούσαν να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα και τον θεσμικό ρόλο των συλλόγων στην επόμενη περίοδο.


