Ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων για το αναμενόμενο νομοσχέδιο:
“Στα πλαίσια υλοποίησης των όσων συζητήθηκαν στην από 23.05.2025 συνάντηση του προεδρείου της Ένωσης με τον Υπουργό και τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης αναφορικά με τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και εν αναμονή της τελικής μορφής του νομοσχεδίου που θα αναρτηθεί προς διαβούλευση, η Ένωσή μας μετά από συμφωνία με το Υπουργείο, κατάρτισε πρόταση ρυθμιστικής παρέμβασης στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, με στόχο να ψηφισθεί ταυτόχρονα με τις αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις ορίζεται νομοθετικά το ανώτατο όριο χρέωσης αστικών υποθέσεων ανά δικαστικό λειτουργό, τόσο στον πρώτο (130 δικογραφίες κατ΄έτος) όσο και στον δεύτερο βαθμό (50 δικογραφίες κατ΄ έτος), το ανώτατο ποσοστό υπέρβασης των Κανονισμών (20%), ενώ προτείνεται και μηχανισμός έκτακτης ενίσχυσης εκάστου δικαστηρίου στο οποίο τυχόν προκύψει ασυνήθης υπηρεσιακή επιβάρυνση.
Ταυτόχρονα προτείνεται περιοριστική προσθήκη στην έννοια της αδικαιολόγητης καθυστέρησης δημοσίευσης αποφάσεων ή επεξεργασίας δικογραφιών, ώστε να μη μπορεί να καταλογισθεί πειθαρχικά η καθυστέρηση υποθέσεων, που χρεώθηκαν στο δικαστικό λειτουργό καθ΄ υπέρβαση των ανωτάτων ορίων που θεσπίζονται από τον νόμο ή τον Κανονισμό. Η διάταξη καθίσταται αναγκαία, λαμβάνοντας υπόψη ότι δύναται να ρυθμίζει τις περιπτώσεις που έχουν επανειλημμένα στο παρελθόν κοστίσει πολύ στο σύστημα απονομής Δικαιοσύνης, όταν το όριο των υπηρεσιακών αναγκών, ξεπέρασε πολύ τόσο τους ευσεβείς πόθους του νομοθέτη, όσο και το όριο των ανθρώπινων δυνατότητων των δικαστικών λειτουργών.
Ακολουθεί σχέδιο των προτεινόμενων ρυθμίσεων καθώς και σχέδιο Ανάλυσης Συνεπειών Ρύθμισης (με κόκκινο χρώμα οι προσθήκες που προτείνουμε στις υφιστάμενες διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ):
Με τις προτεινόμενες διατάξεις ορίζεται το ανώτατο όριο υπέρβασης των Κανονισμών ως προς την κατά δικαστικό λειτουργό ανώτατη χρέωση, προσδιορίζεται το όριο της ανώτατης χρέωσης αστικών υποθέσεων, ενώ θεσπίζεται και μηχανισμός έκτακτης ενίσχυσης εκάστου δικαστηρίου στο οποίο τυχόν προκύψει ασυνήθης υπηρεσιακή επιβάρυνση, που θα γίνεται με ενημέρωση από τους διευθύνοντες κάθε σχηματισμού των Ανωτάτων Δικαστηρίων και με επιμέλεια των τελευταίων. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η τήρηση των κανονισμών των δικαστηρίων και η αναλογικότητα στην πειθαρχική αντιμετώπιση της υπερχρέωσης, είναι αναγκαίο να καταρτισθούν σε κάθε δικαστήριο Κανονισμοί που να ορίζουν τον ανώτατο κατά δικαστικό λειτουργό και διαδικασία αριθμό υποθέσεων που μπορεί να χρεώνεται έκαστος.
Τέλος, προς αντιμετώπιση του διαχρονικού προβλήματος του φαινομένου της κυλιόμενης υπερχρέωσης, προτείνεται περιοριστική προσθήκη στην έννοια της αδικαιολόγητης καθυστέρησης δημοσίευσης αποφάσεων ή επεξεργασίας δικογραφιών, ώστε να μη μπορεί να καταλογισθεί πειθαρχικά η καθυστέρηση υποθέσεων, που χρεώθηκαν στο δικαστικό λειτουργό καθ΄ υπέρβαση των ανωτάτων ορίων που θεσπίζονται από τον νόμο ή τον Κανονισμό. Η διάταξη καθίσταται αναγκαία, καθώς ρυθμίζει τις περιπτώσεις που έχουν επανειλημμένα στο παρελθόν κοστίσει πολύ στο σύστημα απονομής Δικαιοσύνης, όταν το όριο των υπηρεσιακών αναγκών, ξεπέρασε πολύ το όριο των ανθρώπινων δυνατότητων των δικαστικών λειτουργών.
ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ
Άρθρο 19παρ.5β΄
Στο άρθρο 19παρ.5 ΚΟΔΚΔΛ προστίθενται στη β΄ περίπτωση μετά το εδάφιο ε΄ τρία (3) ακόμη εδάφια και συγκεκριμένα «Δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση η υπέρβαση του ανώτατου αριθμού υποθέσεων που χρεώνονται ανά δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 20% του προβλεπόμενου στους οικείους κανονισμούς ορίου. Για τους δικαστές της πολιτικής δικαιοσύνης ο ανώτατος αριθμός αναλογούσας χρέωσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 130 δικογραφίες κατ΄ έτος στον πρώτο βαθμό και τις 50 δικογραφίες στον δεύτερο βαθμό. Ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης ή ο διευθύνων το δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν το ως άνω ανώτατο όριο κατά την κατάρτιση των πινακίων, ενώ σε περίπτωση έκτακτης υπηρεσιακής επιβάρυνσης δικαστικού σχηματισμού, ενημερώνει έγκαιρα τον επικεφαλής του αντίστοιχου Ανωτάτου Δικαστηρίου, ώστε να λαμβάνονται άμεσα κατάλληλα μέτρα ενίσχυσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, προς τήρηση της πρόβλεψης των προηγούμενων εδαφίων.» και η διάταξη διαμορφώνεται ως εξής:
β) Οι ρυθμίσεις του κανονισμού ως προς τον τρόπο χρέωσης των υποθέσεων διασφαλίζουν την ποιοτική και αποδοτική άσκηση του δικαιοδοτικού έργου, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας και της στελέχωσης αυτών. Στον κανονισμό προβλέπεται κατώτατος και ανώτατος αριθμός υποθέσεων που χρεώνονται ανά δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό. O αριθμός αυτός, σε περίπτωση ύπαρξης πλειόνων τμημάτων στο δικαστήριο ή την εισαγγελία, διαφοροποιείται με βάση τη σοβαρότητα και τη δυσχέρεια των υποθέσεων εκάστου τμήματος. Ο κανονισμός διασφαλίζει ότι κατά τη χρέωση των υποθέσεων λαμβάνεται μέριμνα, ώστε αυτή να είναι καταρχήν ίση κατ’ αριθμό, σοβαρότητα και δυσχέρεια ως προς όλους τους υπηρετούντες στο τμήμα δικαστές ή εισαγγελικούς λειτουργούς και δύναται να προβλέπει κατ’ εξαίρεση μειωμένη χρέωση, όπου ο νόμος το επιβάλλει ή ενόψει της ανάθεσης σε δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό και άλλων καθηκόντων. Δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση η υπέρβαση του ανώτατου αριθμού υποθέσεων που χρεώνονται ανά δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 20% του προβλεπόμενου στους οικείους κανονισμούς ορίου. Για τους δικαστές της πολιτικής δικαιοσύνης ο ανώτατος αριθμός αναλογούσας χρέωσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 130 δικογραφίες κατ΄ έτος στον πρώτο βαθμό και τις 50 δικογραφίες στον δεύτερο βαθμό. Ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης ή ο διευθύνων το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το ως άνω ανώτατο όριο κατά την κατάρτιση των πινακίων, ενώ σε περίπτωση έκτακτης υπηρεσιακής επιβάρυνσης δικαστικού σχηματισμού, ενημερώνει έγκαιρα τον επικεφαλής του αντίστοιχου Ανωτάτου Δικαστηρίου, ώστε να λαμβάνονται άμεσα κατάλληλα μέτρα ενίσχυσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, προς τήρηση της πρόβλεψης των προηγούμενων εδαφίων. Προς τον σκοπό της ισομερούς κατανομής υποθέσεων, με τον κανονισμό θεσπίζεται σύστημα με το οποίο κατατάσσονται οι υποθέσεις, ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, υποχρεωτικά και αποκλειστικά από το ένα (1) που αντιστοιχεί στην λιγότερο απαιτητική έως το πέντε (5) που αντιστοιχεί στην πιο απαιτητική. Αντιστοίχως στον κανονισμό των εισαγγελιών θεσπίζεται σύστημα με το οποίο αυτός που διενεργεί τη χρέωση των υποθέσεων σε κάθε εισαγγελέα τις κατατάσσει κατά τη χρέωση ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, υποχρεωτικά και αποκλειστικά από το ένα (1) που αντιστοιχεί στην λιγότερο απαιτητική έως το πέντε (5) που αντιστοιχεί στην πιο απαιτητική. Προκειμένου να εισαχθεί για πρώτη φορά το σύστημα του προηγουμένου εδαφίου, οι κανονισμοί των δικαστηρίων τροποποιούνται αναλόγως πριν από την έναρξη του δικαστικού έτους 2023-
Άρθρο 59παρ.9
Στο άρθρο 59παρ.9 προστίθεται τελευταίο εδάφιο και συγκεκριμένα «Δεν θεωρείται αδικαιολόγητη η καθυστέρηση δημοσίευσης αποφάσεων ή επεξεργασίας δικογραφιών στους παραπάνω χρόνους, αν αυτές χρεώθηκαν στο δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό με υπέρβαση της αναλογούσας σε έκαστο εξ αυτών ανώτατης χρέωσης, όπως αυτή ορίζεται στο νόμο ή στον Κανονισμό των οικείου δικαστηρίου ή εισαγγελίας» και η διάταξη διαμορφώνεται ως εξής:
Δεν προάγεται στον επόμενο βαθμό δικαστής, ο οποίος καθυστερεί αδικαιολόγητα τη δημοσίευση και θεώρηση των αποφάσεων που εκδίδει, καθώς και εισαγγελικός λειτουργός ο οποίος καθυστερεί αδικαιολόγητα την επεξεργασία των δικογραφιών που του ανατίθενται, εκτός αν το οικείο συμβούλιο αιτιολογήσει ειδικά τους λόγους της κατά παρέκκλιση προαγωγής. Αδικαιολόγητη είναι η καθυστέρηση όταν: α) οι αποφάσεις δεν δημοσιεύονται μέσα σε διάστημα οκτώ (8) μηνών από τη συζήτηση ή μέσα στις ειδικότερες προθεσμίες που ορίζει ο ΚΠολΔ, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ή οι οικείες ειδικές διατάξεις για το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, β) προκειμένου για υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, όταν οι αποφάσεις δεν εκδίδονται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, γ) προκειμένου για θεωρήσεις, όταν αυτές γίνονται πέρα από τριάντα (30) ημέρες, δ) προκειμένου για εισαγγελικούς λειτουργούς, όταν η επεξεργασία και η επιστροφή των δικογραφιών καθυστερεί πέρα από τέσσερις (4) μήνες. Δεν θεωρείται αδικαιολόγητη η καθυστέρηση δημοσίευσης αποφάσεων ή επεξεργασίας δικογραφιών στους παραπάνω χρόνους, αν αυτές χρεώθηκαν στο δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό με υπέρβαση της αναλογούσας σε έκαστο εξ αυτών ανώτατης χρέωσης, όπως αυτή ορίζεται στο νόμο ή στον Κανονισμό των οικείου δικαστηρίου ή εισαγγελίας.
Άρθρο 109περ.ε΄
Στο άρθρο 109περ.ε΄ προστίθεται τελευταίο εδάφιο και συγκεκριμένα: «Δεν θεωρείται αδικαιολόγητη η καθυστέρηση δημοσίευσης αποφάσεων ή επεξεργασίας δικογραφιών στους παραπάνω χρόνους, αν αυτές χρεώθηκαν στο δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό με υπέρβαση της αναλογούσας σε έκαστο εξ αυτών ανώτατης χρέωσης, όπως αυτή ορίζεται στο νόμο ή στον Κανονισμό των οικείου δικαστηρίου ή εισαγγελίας» και η διάταξη διαμορφώνεται ως εξής:
ε) η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Για το δικαιολογημένο ή μη της καθυστέρησης λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα και η δυσχέρεια της υπόθεσης σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περ. β’ της παρ. 5 του άρθρου 19, ο βαθμός και η πείρα του δικαστικού λειτουργού, ο φόρτος της εργασίας εν γένει και οι ατομικές και οικογενειακές του περιστάσεις. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι αδικαιολόγητη η έκδοση απόφασης πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου μέσα σε οκτώ (8) μήνες από τη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός αν πρόκειται για υποθέσεις στις οποίες ορίζονται ειδικότερες προθεσμίες στην κείμενη νομοθεσία, καθώς και η σύνταξη σκεπτικού επί απόφασης ποινικού δικαστηρίου μέσα σε τρεις (3) μήνες από την παράδοση της δικογραφίας από τον γραμματέα της έδρας. Θεωρείται αδικαιολόγητη η καθυστέρηση όταν αφαιρείται ή επιστρέφεται η δικογραφία από τον δικαστή που τη χειρίζεται λόγω μη έκδοσης απόφασης μέσα σε οκτώ (8) μήνες από τη συζήτηση πολιτικής ή διοικητικής υπόθεσης. Δεν θεωρείται αδικαιολόγητη η καθυστέρηση δημοσίευσης αποφάσεων ή επεξεργασίας δικογραφιών στους παραπάνω χρόνους, αν αυτές χρεώθηκαν στο δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό με υπέρβαση της αναλογούσας σε έκαστο εξ αυτών ανώτατης χρέωσης, όπως αυτή ορίζεται στο νόμο ή στον Κανονισμό των οικείου δικαστηρίου ή εισαγγελίας.”