ΣτΕ Δ΄ 7μ. 1067/2025
Πρόεδρος: Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Βασιλική Κίντζιου, Σύμβουλος
Ιερά Ησυχαστήρια (νπιδ). Εποπτεία επιχωρίου Μητροπολίτη. Έλεγχος νομιμότητας οικονομικής διαχείρισης στα νεοϊδρυόμενα και υφιστάμενα Ησυχαστήρια (άρ. 39 παρ. 6 ν. 590/1977, και 50 παρ. 2 περ. β και γ ν. 4559/2018). Κατασταλτικός, τακτικός ή έκτακτος έλεγχος νομιμότητος (άρ. 6 παρ. 2 και 15 παρ. 3 του Κανονισμού 337/2021 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος). Συμφωνία με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.
Ι. Η ένταξη των υφισταμένων Ησυχαστηρίων στα εκκλησιαστικά ν.π.ι.δ. του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 «περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Κ.Χ.Ε.Ε.) δεν επάγεται κατάργηση-αποστέρηση της δυνάμει του ιδρυτικού κανονισμού ρυθμιστικής εξουσίας τους επί κάθε ζητήματος σχετιζόμενου με την εν γένει διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας τους. Η ρηθείσα ένταξη δεν επισύρει την εφαρμογή επί των Ησυχαστηρίων της περί της εκκλησιαστικής περιουσίας διάταξης του άρθρου 46 παρ. 2 του Κ.Χ.Ε.Ε., όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 68 παρ. 6 του ν. 4235/2014.
ΙΙ. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 39 παρ. 6 του Κ.Χ.Ε.Ε. εποπτεία του επιχώριου Μητροπολίτη επί των Ιερών Μονών, με περιεχόμενο αντίστοιχο προς το περιεχόμενο της εποπτείας του άρθρου 6 παρ. 1 του 39/1972 Κανονισμού, επεκτάθηκε στα νεοϊδρυόμενα και υφιστάμενα Ιερά Ησυχαστήρια με το άρθρο 50 παρ. 2 περ. β και γ του ν. 4559/2018 στο πλαίσιο ενιαίας κανονιστικής ρύθμισης του καθεστώτος εκκλησιαστικής εποπτείας που διέπει τις Ιερές Μονές και τα Ιερά Ησυχαστήρια όσον αφορά ειδικότερα στο διοικητικής φύσης ζήτημα του ελέγχου της οικονομικής διαχείρισής τους. Τούτο διότι και τα Ιερά Ησυχαστήρια ανήκουν στο κλίμα της Εκκλησίας της Ελλάδος και αποτελούν Ιερές Μονές ιδιωτικού δικαίου (βλ. και τον τίτλο του άρθρου 5 του 39/1972 Κανονισμού) οι οποίες από νομοκανονικής άποψης δεν διαφέρουν από τις Ιερές Μονές δημοσίου δικαίου, καθόσον έχουν ενιαία εκκλησιολογική ταυτότητα προσδιοριζόμενη από τον ταυτόσημο σκοπό και την άσκηση ίδιου κοινοβιακού μοναχικού βίου. Περαιτέρω, ο κατ’ άρθρο 39 παρ. 6 του Κ.Χ.Ε.Ε. εποπτικός έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης των Ησυχαστηρίων καθορίζεται ως έλεγχος νομιμότητας και όχι σκοπιμότητας. Ο έλεγχος αυτός συνίσταται στη διακρίβωση και διασφάλιση της τήρησης εκ μέρους των Ησυχαστηρίων των ιερών κανόνων, της εκκλησιαστικής-πολιτειακής νομοθεσίας καθώς και του ιδρυτικού κανονισμού τους κατά τη διαχείριση των οικονομικών τους εν γένει και όχι μόνο σε συνάρτηση προς την ύπαρξη υπόνοιας κανονικού παραπτώματος, όπως διατείνονται τα αιτούντα κατ’ εσφαλμένη εκδοχή περί της έννοιας του άρθρου 39 παρ. 6 του Κ.Χ.Ε.Ε.. Η καθιερούμενη με το άρθρο αυτό, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 50 παρ. 2 περ. β και γ του ν. 4559/2018, εκκλησιαστική εποπτεία της οικονομικής διαχείρισης των υφισταμένων Ησυχαστηρίων δεν θίγει την οικονομική αυτοτέλειά τους, καθόσον δεν επιφέρει μεταβολή στην εξουσία τους, βάσει του οικείου ιδρυτικού κανονισμού, να αποφασίζουν δι’ ιδίων οργάνων επί ζητημάτων σχετικών με τη διοίκηση και διαχείριση των οικονομικών τους, ούτε επάγεται επισκοπική παρέμβαση/επέμβαση επ’ αυτών ή συνδιαχείριση και, επομένως, δεν παραβιάζει τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη (άρθρο 3 παρ. 1) και προβλεπόμενη στον Κ.Χ.Ε.Ε. (άρθρο 1 παρ. 2-4) αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο σώμα της οποίας ανήκουν και τα Ησυχαστήρια. Η ρύθμιση αυτή υπαγορεύθηκε -κατά την υποκείμενη σε οριακό έλεγχο από το Δικαστήριο εκτίμηση του νομοθέτη- από πρόδηλο σκοπό δημοσίου και γενικότερου συμφέροντος αναγόμενου στην περιφρούρηση του κύρους και της αξιοπιστίας της Εκκλησίας καθώς και στη διαφύλαξη της τάξης στην Πολιτεία. Δεν παρίσταται δε η εν λόγω ρύθμιση προδήλως απρόσφορη ή μη αναγκαία για την επίτευξη του ως άνω επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού, ούτε θεσπίζει σύστημα εποπτείας δυσανάλογο, και μάλιστα προδήλως, σε σχέση προς αυτόν. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η ρύθμιση του άρθρου 39 παρ. 6, όπως ισχύει, δεν αντίκειται στις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 13 παρ. 1 και 2, 12 παρ. 1 και 3, 17 παρ. 2, καθώς και στις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 9, 11 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύμβασης, ούτε παραβιάζει τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 13 παρ. 3 και τις συνταγματικές αρχές της ισότητας ενώπιον του νόμου και της αναλογικότητας (άρθρα 4 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο). Περαιτέρω, η επίμαχη μη γνησίως αναδρομική ρύθμιση του άρθρου 50 παρ. 2 περ. γ του ν. 4559/2018, κατά την οποία ο εποπτικός έλεγχος νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης «εφαρμόζεται και στα υφιστάμενα Ιερά Ησυχαστήρια ασχέτως αντίθετων προβλέψεων στα ιδρυτικά τους κείμενα και του έως σήμερα καθεστώτος λειτουργίας τους», δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου και στις απορρέουσες από αυτήν αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Και τούτο διότι με την εν λόγω ρύθμιση επέρχεται μεταβολή του προγενέστερου καθεστώτος των Ι.Η. κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό και σύμφωνα με τις επιταγές του συντρέχοντος, κατά την εκτίμηση του τυπικού νομοθέτη, προαναφερόμενου δημοσίου και γενικότερου συμφέροντος σκοπού. Ενόψει τούτων, σε συνδυασμό με τα γενόμενα δεκτά περί της έννοιας των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 4 και 46 παρ. 2 του Κ.Χ.Ε.Ε., η προαναφερόμενη ρύθμιση του άρθρου 39 παρ. 6 του ίδιου Καταστατικού Χάρτη έχει τεθεί συμφώνως προς το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α..
ΙΙΙ. Με την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 39 παρ. 10 του Κ.Χ.Ε.Ε. παρέχεται στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο αρμοδιότητα έκδοσης κανονιστικής απόφασης, εγκρινόμενης από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, για τη θέσπιση των «πλαισίων λειτουργίας» των Ορθόδοξων Ησυχαστηρίων στην περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτοι για τη ρύθμιση επιμέρους ζητημάτων προς εξειδίκευση των προσδιοριστικών στοιχείων του καθεστώτος που τα διέπει. Με το περιεχόμενο αυτό η εν λόγω εξουσιοδοτική διάταξη είναι ειδική και ορισμένη κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντ., διότι προσδιορίζει κατά τρόπο συγκεκριμένο το ρυθμιστικό αντικείμενό της. Περαιτέρω, το επίμαχο ζήτημα που σχετίζεται με την εξειδίκευση από τον κανονιστικό νομοθέτη του εκκλησιαστικού εποπτικού ελέγχου της νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης των υφισταμένων Ησυχαστηρίων αποτελεί «ειδικότερο θέμα», κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. δεύτερο του Συντ., σε σχέση με τη βασική ουσιαστική ρύθμιση που θεσπίζει ο τυπικός νομοθέτης. Το ζήτημα δε αυτό αποτελεί επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης, διότι δεν θίγει τη διοικητική και διαχειριστική αυτοτέλεια των Ησυχαστηρίων περί των οικονομικών τους και, εντεύθεν, δεν επιφέρει νομική αλλοίωση του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα τους, ενόψει και των γενομένων δεκτών περί της έννοιας των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 4 και 46 παρ. 2 του Κ.Χ.Ε.Ε. (με ειδικότερη γνώμη μιας Συμβούλου).
ΙV. Το άρθρο 6 παρ. 2 του εκδοθέντος δυνάμει της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 39 παρ. 10 του Κ.Χ.Ε.Ε. 337/2021 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος διαλαμβάνει ρυθμίσεις με τις οποίες προσδιορίζεται ότι ο εποπτικός έλεγχος νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης των υφισταμένων Ησυχαστηρίων είναι κατασταλτικός -και όχι προληπτικός- ασκούμενος «ήτοι κατόπιν λήψεως της διαχειριστικής αποφάσεως του Ιερού Ησυχαστηρίου και είτε πριν είτε μετά από την υλοποίησή της» και ότι διενεργείται «τακτικώς ή εκτάκτως», παραλλήλως δε, αποσαφηνίζεται ότι η κατ’ άρθρο 39 παρ. 6 του Κ.Χ.Ε.Ε. εποπτεία των οικονομικών «συνίσταται σε έλεγχο τηρήσεως του ιδρυτικού Κανονισμού του Ιερού Ησυχαστηρίου, των Ιερών Κανόνων και της κείμενης νομοθεσίας». Προβλέπεται, περαιτέρω, ότι ο κατασταλτικός αυτός έλεγχος ασκείται είτε από τον αρμόδιο κατά τόπο («επιχώριο») Μητροπολίτη είτε, κατόπιν απόφασής του, «από όργανο που ορίζει ή συγκροτεί … ή από την Διεύθυνση Δημοσιονομικού Ελέγχου της Εκκλησίας της Ελλάδος», η οποία επιλαμβάνεται μετά από αίτησή του για τη διενέργεια κατασταλτικού έκτακτου ελέγχου επί εκκλησιαστικών ν.π.ι.δ., σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 περ. β του 210/2010 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου, στον οποίο ρητώς παραπέμπει το ως άνω άρθρο 6 παρ. 2. Με το περιεχόμενο αυτό, οι ρυθμίσεις του άρθρου 6 παρ. 2 του 337/2021 Κανονισμού, με τις οποίες προσδιορίζεται το είδος και η διαδικασία του ασκούμενου επί των υφισταμένων Ησυχαστηρίων εκκλησιαστικού εποπτικού ελέγχου, αφορούν «ειδικότερο θέμα» κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. δεύτερο του Συντ. και ευρίσκουν νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, ως κείμενες εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 39 παρ. 10 του Κ.Χ.Ε.Ε. (με μειοψηφία μιας Συμβούλου).
V. Η παραπομπή του άρθρου 6 παρ. 2 εδ. τελευταίο του 337/2021 Κανονισμού στον 210/2010 Κανονισμό αφορά, κατά τη σαφή έννοιά της, στην προβλεπόμενη από το άρθρο 3 παρ. 1 περ. β αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Δημοσιονομικού Ελέγχου για τη διενέργεια, δια του Τμήματος Εκκλησιαστικού Κατασταλτικού Ελέγχου, κατασταλτικού έκτακτου ελέγχου νομιμότητας επί των Ησυχαστηρίων κατόπιν αιτήματος του επιχώριου Μητροπολίτη και όχι προληπτικού ή τακτικού οικονομικού ελέγχου. Περαιτέρω, μόνη η παραπομπή αυτή στον 210/2010 Κανονισμό δεν καθιστά τα Ησυχαστήρια εκκλησιαστικούς υπολόγους του άρθρου 5 παρ. 2 εδ. δεύτερο του ίδιου Κανονισμού, καθόσον για την υπαγωγή στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης απαιτείται να συντρέχουν οι προβλεπόμενες σε αυτήν προϋποθέσεις.
VΙ. Ο θεσπιζόμενος με το άρθρο 6 παρ. 2 του 337/2021 Κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 15 παρ. 3 του ίδιου Κανονισμού, εποπτικός κατασταλτικός, τακτικός ή έκτακτος, έλεγχος νομιμότητας της διαχείρισης των οικονομικών των υφισταμένων Ησυχαστηρίων ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη υπόνοιας κανονικού παραπτώματος στοιχεί προς την έννοια του καθιερούμενου με το άρθρο 39 παρ. 6 του Κ.Χ.Ε.Ε. εποπτικού ελέγχου, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τα αιτούντα στο πλαίσιο διαφορετικής, στενής ερμηνείας της διάταξης αυτής. Ερείδεται επί εσφαλμένης εκδοχής περί της έννοιας των προσβαλλόμενων ρυθμίσεων των άρθρων 6 παρ. 2 και 15 παρ. 3 του Κανονισμού ο λόγος ακυρώσεως κατά τον οποίο με αυτές επιχειρείται παρέμβαση/επέμβαση στην οργάνωση και λειτουργία των υφισταμένων Ησυχαστηρίων και, εντεύθεν, κατάργηση του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα τους. Εξάλλου, ούτε η ένταξη των Ησυχαστηρίων στα ν.π.ι.δ. του άρθρου 1 παρ. 4 του Κ.Χ.Ε.Ε., σε συνδυασμό με τις προβλέψεις του περί εκκλησιαστικής περιουσίας άρθρου 46 παρ. 2 του ίδιου Καταστατικού Χάρτη, έχουν την αποδιδόμενη από τα αιτούντα έννοια κατά την οποία με τις νομοθετικές αυτές διατάξεις παρέχεται η δυνατότητα στον οικείο Μητροπολίτη ή έτερη εκκλησιαστική αρχή να προβεί ερήμην των υφισταμένων Ησυχαστηρίων σε τροποποίηση και συμπλήρωση των ιδρυτικών κανονισμών τους, την οποία, άλλωστε, ούτε και οι πληττόμενες διατάξεις του Κανονισμού προβλέπουν. Συνεπώς, ενόψει αυτών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως. Περαιτέρω, για τους ίδιους ανωτέρω λόγους που αφορούν στον εξυπηρετούμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος από τον εισαγόμενο με τις επίμαχες ρυθμίσεις ως άνω εποπτικό έλεγχο και στη μη άσκηση επιρροής του στις προαναφερόμενες καταστατικές ρυθμίσεις των κανονισμών των υφισταμένων Ησυχαστηρίων που ανήκουν στο κλίμα της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι απορριπτέοι και οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους υποστηρίζεται ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις έχουν θεσπισθεί κατά παράβαση των άρθρων 13 παρ. 1 και 2, 12 παρ. 1 και 3, 17 παρ. 2 του Συντ. καθώς και των αντίστοιχων άρθρων 9, 11 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύμβασης, όπως και κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1, 13 παρ. 3 και 109 παρ. 1 του Συντ., των συνταγματικών αρχών της αναλογικότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου καθώς και του κανονικού δικαίου και ειδικότερα του κανόνα Α΄ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου της Κωνσταντινούπολης-861 μ.Χ. και των κανόνων ΙΑ΄ και ΙΒ΄ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας-787 μ.Χ.
[Απορρίπτει την αίτηση ακύρωσης].