ΣτΕ Α΄ 7μ. 1755-60/2025: Αναλογικά δικαιώματα συμβολαιογράφου από κρατικό συμβόλαιο που καταβάλλουν οι συμβαλλόμενοι

Και αποδίδονται στον συμβ/κό σύλλογο δεν συνιστούν «επιβάρυνση υπέρ τρίτου» και δεν εμπίπτουν στην απαλλαγή του άρ.10 παρ.1 ν. 3049/2002.

Share

ΣτΕ Α΄ 7μ. 1755-1760/2025
Πρόεδρος: Α. Καλογεροπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Μ.-Αλ. Τσακάλη, Σύμβουλος της Επικρατείας

Αγωγή αποζημίωσης συμβαλλόμενης εταιρείας κατά συμβολαιογραφικού συλλόγου, κατ’ άρ. 105-106 ΕισΝΑΚ, λόγω της παράνομης, κατά τους ισχυρισμούς της, είσπραξης υπέρ αυτού αναλογικών δικαιωμάτων από κρατικό συμβόλαιο (του άρθρου 115 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, ν. 2830/2000) στο πλαίσιο διαδικασίας αποκρατικοποίησης επιχειρήσεων σύμφωνα με τον ν. 3049/2002, κατά παράβαση της απαλλακτικής διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3049/2002. Αρμοδίως εισάγεται η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο Α΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Παραδεκτός και βάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος του αναιρεσείοντος Συμβολαιογραφικού Συλλόγου ότι τα αναλογικά δικαιώματα από κρατικό συμβόλαιο που καταβάλλουν οι δικαιοπρακτούντες στον συμβολαιογράφο και αποδίδονται, στη συνέχεια, στον οικείο συμβολαιογραφικό σύλλογο, προκειμένου να διανεμηθούν στα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 121 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, δεν συνιστούν «επιβάρυνση υπέρ τρίτου», αλλά αμοιβή για την παρασχεθείσα υπηρεσία του συμβολαιογράφου, και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο της απαλλακτικής διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3049/2002, αλλά της παρ. 2 του ιδίου άρθρου, η οποία αναφέρεται ρητώς στα δικαιώματα και τις αμοιβές των συμβολαιογράφων.

Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, αφορώσα διαφορά από την άσκηση αγωγής αποζημίωσης συμβαλλόμενης εταιρείας κατά του οικείου συμβολαιογραφικού συλλόγου, κατ’ άρ. 105-106 του ΕισΝΑΚ, λόγω παράνομης είσπραξης, δια του συμβολαιογράφου, αναλογικών δικαιωμάτων υπέρ αυτού κατά την υπογραφή κρατικού συμβολαίου (του άρθρου 115 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, ν. 2830/2000) στο πλαίσιο διαδικασίας αποκρατικοποίησης επιχειρήσεων σύμφωνα με τον ν. 3049/2002, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Α΄ Τμήματος του Δικαστηρίου. Προβάλλεται παραδεκτώς, κατ’ άρ. 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, ο λόγος αναίρεσης κατά τον οποίο μη νομίμως το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι τα καταβαλλόμενα για τη σύνταξη κρατικού συμβολαίου αναλογικά δικαιώματα δεν συνιστούν αμοιβή του συμβολαιογράφου που συνέταξε το συμβόλαιο, αλλά δικαιώματα υπέρ του οικείου συμβολαιογραφικού συλλόγου ως τρίτου και, συνεπώς, δεν υπάγονται στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 3049/2002, αλλά στην απαλλακτική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου αυτού, διότι, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, για το τιθέμενο νομικό ζήτημα δεν υφίσταται πράγματι νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όπως προκύπτει από την οικεία αιτιολογική έκθεση, με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 10 του ν. 3049/2002 «ρυθμίζονται με επανάληψη στην ουσία παλιότερων διατάξεων, φορολογικά θέματα και προβλέπεται απλοποίηση και επιτάχυνση των διαδικασιών, προκειμένου να διευκολύνονται οι αποκρατικοποιήσεις […]». Ειδικότερα, στη θεσπισθείσα με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του ν. 3049/2002 απαλλαγή «από δικαίωμα ή οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων» των αναφερόμενων σ’ αυτήν συμβάσεων ή πράξεων περιλαμβάνονται τα δικαιώματα μόνο τρίτων προσώπων, τα οποία δεν έχουν σχέση με την καταρτισθείσα σύμβαση ή την προσφερθείσα κατ’ αυτήν ή μετά από αυτήν υπηρεσία (βλ. ΣτΕ 2681/2020, πρβ. ΑΠ 893/2009, 1358/1998). Περαιτέρω, με την ανωτέρω παράγραφο 2 του ιδίου ως άνω άρθρου προβλέπεται – προς τον σκοπό, ομοίως, της διευκόλυνσης των διαδικασιών αποκρατικοποίησης και εξυγίανσης των επιχειρήσεων – η δυνατότητα να περιοριστούν τα δικαιώματα και αμοιβές των συμβολαιογράφων (όπως και των δικηγόρων και υποθηκοφυλάκων) για τις ως άνω καταρτιζόμενες συμβάσεις ή πράξεις, με την έκδοση προεδρικού διατάγματος, το οποίο (π.δ/γμα), ωστόσο, δεν έχει εκδοθεί. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφερόμενη ρητώς στα «δικαιώματα και τις αμοιβές των συμβολαιογράφων», περιλαμβάνει, κατά την αδιάστικτη διατύπωσή της, και τα αναλογικά δικαιώματα από τη σύνταξη των κρατικών συμβολαίων, τα οποία καταβάλλονται από τους δικαιοπρακτούντες ως αμοιβή για την παρεχόμενη από τον συμβολαιογράφο υπηρεσία, έστω και αν ο τελευταίος υποχρεούται να τα αποδώσει στη συνέχεια στον οικείο συμβολαιογραφικό σύλλογο, προκειμένου να διανεμηθούν στα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 121 του Κώδικα Συμβολαιογράφων. Εξάλλου, κατά την έννοια της ανωτέρω παραγράφου 1, τα αναλογικά δικαιώματα από τα κρατικά συμβόλαια δεν συνιστούν «επιβάρυνση υπέρ τρίτου» και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο της προβλεπόμενης από τη διάταξη αυτή απαλλαγής. Τούτο, διότι τα εν λόγω δικαιώματα καταβάλλονται από τους δικαιοπρακτούντες ως αμοιβή για την παρεχόμενη από τον συμβολαιογράφο υπηρεσία και δεν αποτελούν πρόσθετη – πέραν της εν λόγω αμοιβής – επιβάρυνση υπέρ του συμβολαιογραφικού συλλόγου. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή ενισχύεται και από την παραδοχή ότι ο συντάξας το κρατικό συμβόλαιο συμβολαιογράφος είναι, τυπικά τουλάχιστον, δικαιούχος των αναλογικών δικαιωμάτων, νομιμοποιούμενος, σε περίπτωση μη είσπραξής τους, να απαιτήσει την καταβολή τους με την άσκηση σχετικής αγωγής, ενώ ο οικείος συμβολαιογραφικός σύλλογος, ο οποίος νομιμοποιείται επίσης να ασκήσει αγωγή για την καταβολή τους, θεωρείται κατά νόμον (άρθρο 119 παρ. 5 του Κώδικα Συμβολαιογράφων), ως προς τα εν λόγω δικαιώματα, «εντολοδόχος» του δικαιουμένου και υποχρέου προς είσπραξη συμβολαιογράφου (βλ. ΑΠ 8/2012 Ολομ.).

Κατ’ ακολουθίαν, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι τα αναλογικά δικαιώματα από τη σύνταξη κρατικού συμβολαίου συνιστούν όχι αμοιβή του συντάξαντος συμβολαιογράφου, αλλά επιβάρυνση υπέρ του οικείου συμβολαιογραφικού συλλόγου ως τρίτου, υπαγόμενα στην απαλλακτική διάταξη της παρ.1 του άρθρου 10 του ν. 3049/2002, και ότι, ως εκ τούτου, μη νομίμως καταβλήθηκαν από την αναιρεσίβλητη, δεν αιτιολογείται νομίμως. Για τον λόγο δε αυτόν, ο οποίος βασίμως προβάλλεται, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

LawJobs

Ροή Ειδήσεων

Δημοφιλή