Σημαντικό παράγοντα καθυστερήσεων στην εκδίκαση των υποθέσεων αποτελεί η πρακτική της Διοίκησης. Αφενός μεν, πολλές υπηρεσίες φαίνεται ότι είναι υποστελεχωμένες και αργούν να αποστέλλουν τους φακέλους με τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εκδίκαση των υποθέσεων, με αποτέλεσμα την αναγκαστική αναβολή τους, αφετέρου δε, ακόμα και σε λυμένα ζητήματα, εξαντλούνται τα ένδικα μέσα, εφόσον πολλά ανώτερα στελέχη δεν εξουσιοδοτούνται να “κλείνουν” τις υποθέσεις, με βάση την υφιστάμενη νομολογία, ούτε να διαπραγματευτούν με τους διαδίκους για μια συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, επωφελή για όλους.
Επίσης, τα τελευταία χρόνια διαπιστώνουμε μια τρομακτική σε όγκο παραγωγή νομοθετικού έργου, με θέσπιση διατάξεων όχι πάντα επιτυχών, χωρίς προσπάθεια κωδικοποίησης ή απλούστευσης των διαδικασιών και συνεχείς μεταβολές με διατάξεις σε άσχετα νομοσχέδια, γεγονός που, πέρα από την δυσχέρεια που δημιουργεί στους εφαρμοστές του δικαίου για το ποιός κανόνας ισχύει κάθε φορά (“quid iuris”), “γεννά” διαφορές διαχρονικού δικαίου ή άνισης μεταχείρισης κατηγοριών πολιτών. Ακόμα και σε περιπτώσεις που εισάγονται διαδικασίες συμβιβαστικής επίλυσης φορολογικών π.χ. διαφορών, η θέσπιση των διατάξεων γίνεται αποσπασματικά, χωρίς συνεννόηση με τις διοικήσεις των Δικαστηρίων μας και ενώπιον Επιτροπών που αργούν περισσότερο και από τα Δικαστήρια, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται ο σκοπός της ελάφρυνσης των πινακίων.
Παρόλα αυτά, στα οποία πρέπει να προστεθούν και οι δυσμενείς συνέπειες της πανδημίας που βιώνουμε και που εμποδίζουν την πλήρη λειτουργία της Διοικητικής Δικαιοσύνης, θεωρούμε ότι οι προοπτικές για την βελτίωση της κατάστασης είναι καλές. Πρώτα από όλα, η ψηφιοποίηση της Διοικητικής Δικαιοσύνης, που έχει ήδη συντελεσθεί, μέσω του Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Διοικητικής Δικαιοσύνης (συμπεριλαμβανομένου και του Συμβουλίου της Επικρατείας) επιτρέπει ήδη στους Διοικητικούς Δικαστές την άμεση πρόσβαση στην νομολογία των Διοικητικών Δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας, με προφανείς ευεργετικές συνέπειες στην ποιοτική και ποσοτική απόδοση του παραγόμενου δικαστικού έργου. Έχει επίσης ολοκληρωθεί η παροχή ψηφιακής υπογραφής στους Δικαστικούς Λειτουργούς των Δικαστηρίων μας και είμαστε έτοιμοι για την επόμενη φάση του έργου αυτού που είναι η δημιουργία της άϋλης δικογραφίας, με δυνατότητα πρόσβασης των διαδίκων σε όλα τα έγγραφα που θα προστίθενται σε αυτήν ηλεκτρονικά από τις Διοικητικές Αρχές, γεγονός που θα θεραπεύσει πολλά από τα παραπάνω προβλήματα. Επίσης, λόγω της πανδημίας, οι Διοικητικοί Δικαστές έχουν εξοικειωθεί με την πραγματοποίηση διασκέψεων με χρήση ψηφιακών μέσων, χωρίς την φυσική παρουσία στα γραφεία, γεγονός που θα εξοικονομήσει ακόμα περισσότερο χρόνο για το κυρίως δικαστικό έργο που είναι η συγγραφή των αποφάσεων. Είναι προφανές ότι πέρα από την εκπαίδευση των υπηρετούντων δικαστικών υπαλλήλων, οι όποιοι νέοι διορισμοί (απολύτως αναγκαίοι σε όλα τα Δικαστήριά μας, λόγω κενών) θα πρέπει να στοχεύουν στην προσέλκυση ατόμων με δεξιότητες στις σύγχρονες τεχνολογίες.
Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, θεωρούμε ότι η Διοικητική Δικαιοσύνη έχει ήδη μπει στον 21ο αιώνα και η εικόνα της δεν δικαιολογεί, ούτε ριζωμένες προκαταλήψεις περί “συστημικών καθυστερήσεων”, ούτε την εμφάνιση καινοφανών αντιλήψεων περί “αυστηρότερου” ελέγχου και “αξιολόγησης” των Διοικητικών Δικαστών, οι οποίες εξυπηρετούν άλλου είδους συμφέροντα και όχι αυτά των φορολογουμένων πολιτών.