ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΠΠΑΘ 2554/2022
Η καθημερινότητα του μέσου ανθρώπου είναι γεμάτη από συναλλαγές και συμβάσεις, πολλές από τις οποίες συνήθως δεν απασχολούν ως προς τη νομική ορθότητα του τρόπου κατάρτισής τους. Άλλες, πάλι, είναι υπερβολικά τεχνικές και συνάπτονται υπό το κράτος εξαναγκασμού ή άλλης υποχρέωσης, ώστε ο μέσος συμβαλλόμενος να μην είναι σε θέση να αντιληφθεί τη σημασία των όρων στους οποίους συμφωνεί ή τις ενδεχόμενες συνέπειες αποδοχής τους. Επαφίεται, επομένως, σε μια, μεταξύ άλλων, πεποίθηση για την καλή πίστη του αντισυμβαλλομένου, ο οποίος όμως συνηθέστερα βρίσκεται σε θέση ισχύος έναντί του και ενδέχεται να μην ενεργεί προς ένα αμοιβαίο και δίκαιο συμφέρον αλλά προς την κατεύθυνση απόκτησης αντιπαροχής άλλης ή μεγαλύτερης αυτής στην οποία ο συμβαλλόμενος θεωρεί ότι συμφωνεί.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα του ως άνω φαινομένου εντοπίζονται κατά την κατάρτιση και υπογραφή συμβάσεων εγγύησης σε δάνεια, που συνάπτονται μεταξύ υποψηφίων εγγυητών και των δανειοδοτριών τραπεζών. Τα εν λόγω κείμενα των συμβάσεων είναι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, σχεδόν αμιγώς τεχνικά και συνάπτονται υπό συνθήκες εξαναγκασμού και προς τον σκοπό της ταχύτερης διεκπεραίωσης μιας δανειοδοτικής διαδικασίας. Οι δε υπάλληλοι που εκπροσωπούν τις αντισυμβαλλόμενες τράπεζες ενεργούν, συνήθως, τεχνοκρατικά, αποφεύγοντας να επεξηγήσουν το περιεχόμενο των όρων της σύμβασης εγγύησης, την σημασία τους για τον εγγυητή καθώς και τις ειδικότερες συνέπειες που επιφέρει η αποδοχή αυτών, ίσως και λόγω δικής τους (μερικής ή πλήρους) άγνοιας, και επιμένοντας στον σκοπό για τον οποίο ο υποψήφιος εγγυητής καλείται να συμβληθεί. Καταλήγει, συνεπώς, ο συμβληθείς εγγυητής, πολύ συχνά, να απονέμει στον δανειολήπτη και τον δανειοδότη σημαντικότερα ωφελήματα από αυτά που σκόπευε και θεωρούσε ότι απέδιδε. Καταλήγει, συνεπώς, ο συμβληθείς εγγυητής, συχνά άθελά του, να χορηγεί στον δανειολήπτη, αλλά και τον δανειοδότη σημαντικά ωφελήματα και να τους παραχωρεί δικαιώματα, αναλαμβάνοντας υποχρεώσεις που αφενός δεν κατανοεί αφετέρου δεν προτίθεται ή δεν δύναται να εξυπηρετήσει.
Συνοπτική παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών της δικαστικής απόφασης
Το δικηγορικό γραφείο Ιωάννη Σαρακηνού (Sarakinos Law) εκπροσώπησε την δεύτερη εγγυήτρια-ενάγουσα σε υπόθεση που αφορούσε προσωπικό/καταναλωτικό δάνειο ύψους 8.000€ χορηγήθηκε από πιστωτικό ίδρυμα το έτος 2011 σε πρωτοφειλέτη, ο οποίος έπασχε από πολυετή νόσο Parkinson. Για το εν λόγω δάνειο εγγυήθηκαν δύο εγγυήτριες (μητέρα και τέκνο, φίλοι-γνωστοί του πρωτοφειλέτη). Τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη εγγυήτρια-ενάγουσα δεν έκαναν χρήση του χορηγηθέντος δανείου. Η δεύτερη εγγυήτρια-ενάγουσα, κατά την σύναψη της σύμβασης πρόσθετης-δεύτερης σύμβασης εγγύησης, ήταν 32 ετών χωρίς ιδιαίτερη επαγγελματική εκπαίδευση και πρακτική εμπειρία ως προς τις τραπεζικές εργασίες.
Ένα έτος μετά την χορήγηση του ανωτέρω δανείου, ο πρωτοφειλέτης απεβίωσε. Για πέντε περίπου έτη μετά τον θάνατο του πρωτοφειλέτη, το πιστωτικό ίδρυμα δεν ενημέρωσε καμία εκ των δύο εγγυητριών για την ύπαρξη οφειλής ή το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης του ανωτέρω δανείου.
Αντικείμενο της δίκης και κρίσης του δικαστηρίου στην δικαστική απόφαση
Το αντικείμενο της δίκης και η κρίση του δικαστηρίου εστιάζει στην ακύρωση της πρόσθετης-δεύτερης σύμβασης εγγύησης σε προσωπικό/καταναλωτικό δάνειο ως αισχοκερδή, καταπλεονεκτική και αντικείμενη στα χρηστά ήθη σε βάρος της δεύτερης εγγυήτριας-ενάγουσας. Εξετάζει, επίσης, το κατά πόσο το πιστωτικό ίδρυμα, πριν και για την παροχή της εγγύησης και την ανάληψη τέτοιας υποχρέωσης από την δεύτερη εγγυήτρια-ενάγουσα, διενήργησε, προσήκοντος, έλεγχο της οικονομικής δυνατότητας και των οικονομικών στοιχείων της δεύτερης εγγυήτριας-ενάγουσας, καθώς και το κατά πόσο προέβη σε προσυμβατική ενημέρωση, πληροφόρηση και εξηγήσεις σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης εγγύησης.
Μείζονα πρόταση της δικαστικής απόφασης: Το νομοθετικό και νομολογιακό υπόβαθρο της διαφοράς. Οι κανόνες δικαίου που εμπλέκονται στην υπόθεση.
Ο Αστικός Κώδικας περιλαμβάνει ένα ευρύ πλέγμα προστασίας του συναλλασσόμενου, προκειμένου, σε κάθε σύμβαση που συνάπτεται στον χώρο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, να διασφαλίζεται η αποτύπωση της πραγματικής βούλησης των συναλλασσόμενων. Στο πλέγμα αυτό εντάσσεται το άρθρο 178, και εν προκειμένω η εξειδίκευσή του, δια του άρθρου 179 του Α.Κ., το οποίο θέτει τους όρους για την διάγνωση μιας δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς ή/και καταπλεονεκτικής. Συγκεκριμένα, και σύμφωνα με την παρ. β’ του ως άνω άρθρου, προϋποθέσεις της διαπίστωσης μιας δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και καταπλεονεκτικής είναι: α) ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του συμβαλλομένου, β) η εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας του προσώπου και γ) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής.
Αξίζει, εδώ, να σημειωθεί ότι, κατά την πάγια νομολογία και θεωρία, η διάταξη του άρθρου 179 παρ. β’ εφαρμόζεται μόνο σε δικαιοπραξίες περιουσιακού χαρακτήρα και μάλιστα τις αμφοτεροβαρείς ή ατελώς ετεροβαρείς. Συνεπώς, εκ πρώτοις, δε θα μπορούσε να εφαρμοσθεί στις αυστηρά ετεροβαρείς και δη χαριστικές συμβάσεις, όπως είναι η σύμβαση εγγύησης, πλην όμως, η σχετικά πρόσφατη υπ’ αρ. 184/2019 απόφαση του ΠΠΑθ έκανε για πρώτη φορά δεκτό ισχυρισμό περί ακυρότητας σύμβασης εγγύησης ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη ως αισχροκερδούς και καταπλεονεκτικής, κάνοντας χρήση νομολογιακού προηγούμενου (Εφ Αθ 1275/2011) που εφήρμοσε την ως άνω διάταξη και σε άλλου είδους συμβάσεις.
Η πάγια νομολογία διαχειρίζεται το ζήτημα της ακύρωσης συμβάσεων ως αισχροκερδών και καταπλεονεκτικών ερμηνεύοντας και εξειδικεύοντας τα ως άνω κριτήρια ως έξης:
Α) Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και τις συναλλαγές, μπορεί δε να είναι επακόλουθο της ηλικίας, της διανοητικής κατάστασης του προσώπου ή άλλης αιτίας.
Β) Κουφότητα, η οποία μπορεί επίσης να είναι αποτέλεσμα της ηλικίας, της πνευματικής κατάστασης ή άλλης αιτίας, είναι η αδιαφορία κι η αμεριμνησία, από την οποία ο συναλλασσόμενος δεν μπορεί να εκτιμήσει τη σημασία και τις συνέπειες των πράξεών του.
Γ) Ως ανάγκη εννοείται και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση, επιτακτική και ανεπίδεκτη αναβολής.
Δ) Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Ειδικότερα, προφανής δυσαναλογία είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία δε αυτή, διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά τον χρόνο της κατάρτισης της.
Όπως προκύπτει εναργώς από την ερμηνεία που υιοθετεί η πάγια νομολογία, για την διαπίστωση της ύπαρξης απειρίας ή/και κουφότητας, εκτιμάται η ηλικία και η πνευματική/διανοητική κατάσταση του συμβαλλόμενου, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η συνεκτίμηση άλλης αιτίας. Έτσι, για την διαπίστωση της ύπαρξης ή μη κουφότητας ή απειρίας εγγυητή μπορεί να συνεκτιμηθεί από το δικαστήριο και το μορφωτικό, εκπαιδευτικό και επαγγελματικό υπόβαθρο του συναλλασσόμενου καθώς και η εμπειρία του σε τραπεζικές συναλλαγές.
Στο πλαίσιο αυτό έχει αναγνωριστεί απειρία και κουφότητα εγγυήτριας, συμβληθείσας σε ηλικία 23 ετών και για λογαριασμό του τότε συντρόφου της, ούσα παντελώς άπειρη σε τραπεζικά ζητήματα (ΠΠΑθ 184/2019).
Η υπαγωγική κρίση
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αρ. 2554/2022 απόφασή του, κάνοντας δεκτούς σχεδόν στο σύνολό τους τους ισχυρισμούς του δικηγορικού γραφείου Ιωάννη Σαρακηνού (Sarakinos Law), έκρινε ότι η πρόσθετη-δεύτερη σύμβαση εγγύησης που συνήφθη μεταξύ του εναγόμενου πιστωτικού ιδρύματος και της ενάγουσας ήταν αισχροκερδής, καταπλεονεκτική και αντικείμενη στα χρηστά ήθη σε βάρος της δεύτερης εγγυήτριας-ενάγουσας, διότι η τελευταία εξωθήθηκε στην υπογραφή της χωρίς αντίστοιχη παροχή-ωφέλεια για την ίδια, με εκμετάλλευση της κουφότητας και της απειρίας της από το εναγόμενο πιστωτικό ίδρυμα, υπαγάγοντας το ιστορικό της διαφοράς στη συνδυαστική ερμηνεία και εφαρμογή των αρ. 178 και 179 του Αστικού Κώδικα, κατά τα ανωτέρω προλεχθέντα.
Φαινομενικά, φαντάζει αδύνατο μια 32χρονη να μην διαθέτει καμία εμπειρία από τραπεζικές συναλλαγές ή από συμβάσεις. Πλην όμως, όπως απεδείχθη και από τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης, η διαδικασία σύναψης σύμβασης εγγύησης καθώς και το περιεχόμενο και η σημασία αυτής, ήταν για την ίδια παντελώς άγνωστη. Η δε πεποίθηση στην οποία κατευθύνθηκε από τον υπάλληλο της δανείστριας τράπεζας, δια των πράξεων του τελευταίου, σε συνδυασμό με την ασαφή και ελλιπή πληροφόρηση που έλαβε για το περιεχόμενο των όρων της σύμβασης, ήταν ικανή από μόνη της να την οδηγήσει σε αμεριμνησία, ώστε να μην εκτιμήσει τη σημασία της σύμβασης και των συνεπειών που θα μπορούσε να έχει η κατάπτωση ορισμένων εκ των όρων της για την ίδια. Εκμεταλλευόμενο την κατάσταση αυτή, το πιστωτικό ίδρυμα εξασφάλισε από την εγγυήτρια οικονομικό όφελος που «υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει από τη σύμβαση εγγύησης επί ζημία της ενάγουσας» και την δέσμευσε υπέρμετρα και δυσανάλογα σε μια σύμβαση από την οποία δεν αντλούσε συμφέρον.
Το νόημα και η αξία της απόφασης
Το δικηγορικό γραφείο Ιωάννης Σαρακηνός (Sarakinos Law) διαθέτει σημαντική εμπειρία στον δικαστικό και εξωδικαστικό χειρισμό τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών υποθέσεων, χαίροντας της εμπιστοσύνης δανειοληπτών. Η εν λόγω απόφαση έχει, ωστόσο, ιδιαίτερη, βαρύνουσα και πολυεπίπεδη σημασία τόσο για τον νομικό όσο και για τους δανειολήπτες.
Αρχικά και προεχόντως, εκτιμά την συνδρομή απειρίας ή αμεριμνησίας στις συναλλαγές με τρόπο που προσήκει στην καθημερινότητα των συναλλαγών και τις αντικειμενικές γνώσεις και εμπειρίες του μέσου συναλλασσόμενου. Ειδικότερα, ορμώμενη από την ΠΠΑθ 184/2019, η υπ’ αρ. 2554/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, φαίνεται να διευρύνει το προστατευτικό πεδίο της δικαιοσύνης προς τους καλόπιστους εγγυητές, αποδυναμώνοντας, παράλληλα, την εξάρτηση των εννοιών της απειρίας και κουφότητας από το κριτήριο του νεαρού της ηλικίας και ορίζοντας ως απαιτούμενο την ύπαρξη εμπειρίας, όχι γενικά σε τραπεζικές συναλλαγές, όπως αναφέρουν πληθώρα προηγούμενων αποφάσεων, αλλά συγκεκριμένα, στην σύμβαση εγγύησης σε καταναλωτικό δάνειο.
Ταυτόχρονα και εξίσου σημαντικά, η απόφαση θέτει στον πυρήνα των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων την αρχή της καλής πίστης, υπό την αντικειμενική έννοια που συναντάται στα αρ. 200, 281 και 288 ΑΚ, ήτοι τη συναλλακτική ευθύτητα που επιδεικνύει ο μέσος συναλλασσόμενος. Η Τράπεζα, αν και ιδιωτική επιχείρηση που διαμεσολαβεί στην κυκλοφορία του χρήματος, έχει απέναντι στον αντισυμβαλλόμενό της, τις αποκαλούμενες «υποχρεώσεις πρόνοιας» (ΑΠ 1116/2019). Ειδικότερα, στην σχολιαζόμενη απόφαση, η υποχρέωση πρόνοιας εξειδικεύεται ως εξής: αφενός στην υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος να ενημερώνει τον αντισυμβαλλόμενό του για τα βάρη και τους κινδύνους που αναλαμβάνει, αφετέρου στην υποχρέωση της Τράπεζας να ελέγχει αν ο συγκεκριμένος αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ανταποκριθεί στην υποχρέωση που αναλαμβάνει, με βάση τα οικονομικά του στοιχεία. Η απόφαση συνεπώς, βάζει ένα φρένο στην συνήθη πρακτική παροχής εγγυήσεων για λόγους ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος από πρόσωπα που δεν δύνανται να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν, μεταθέτοντας τον κίνδυνο και την ευθύνη προς τα πιστωτικά ιδρύματα που οφείλουν και μπορούν να αξιολογούν εκ των προτέρων και με αυστηρά κριτήρια, αν τα συγκεκριμένα πρόσωπα είναι κατάλληλα για εγγυητές και εφόσον έχουν ενημερωθεί προσηκόντως για την έννοια της εγγύησης, καθώς και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν.
Εκφορά κρίσης – Συμπέρασμα
Η έκταση ευθύνης των εγγυητών σε συμβάσεις τραπεζικών δανειακών συμβάσεων είναι ένα νομικό ζήτημα ιδιαίτερα δυσχερές και προβληματικό, με πολλές προεκτάσεις. Από το σύνολο της νομοθεσίας και την νομολογίας, διαφαίνεται δε να υφίσταται μια «αντινομία» νόμου και πράξης. Πάντοτε, ωστόσο, στις εν λόγω περιπτώσεις, οφείλουμε να έχουμε κατά νου τον ιδιαίτερο και νομικά υποχρεωτικό χαρακτήρα του δικαιώματος του συναλλασσόμενου με τα τραπεζικά ιδρύματα στην ορθή και πλήρη ενημέρωσή του, ως εχέγγυο διασφάλισης του σύννομου χαρακτήρα της συναλλακτικής σχέσης και της προσωπικότητας του συναλλασσόμενου με το τραπεζικό ίδρυμα. Ως εκ τούτου ορθότατα, κατά τη γνώμη μου, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στην εδώ σχολιαζόμενη απόφαση (ΠΠΑΘ 2554/2022), επέλεξε να διασώσει την ουσία της νομοθεσίας, εστιάζοντας, αντικειμενικά, στα πραγματικά περιστατικά, αποφεύγοντας μια στείρα νομοθετική και νομολογιακή παράθεση.
Ο Ιωάννης Σαρακηνός είναι Δικηγόρος Αθηνών, διορισμένος στο Άρειο Πάγο, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο χρηματοοικονομικό και τραπεζικό δίκαιο από το London School of Economics and Political Science (LSE) και επικεφαλής του δικηγορικού γραφείου Sarakinos Law με έδρα στο Κολωνάκι.