Σε αυτή την πρωτόγνωρη μάχη που δίνεται καθημερινά, οι συγκρούσεις δικαιωμάτων συνταγματικά κατοχυρωμένων και ευρωπαϊκά θεμελιωμένων με το δικαίωμα στην δημόσια υγεία λαμβάνουν χώρα σε πολλά επίπεδα. Συνταγματικά μας δικαιώματα, που έως πριν ένα χρόνο ασκούσαμε χωρίς καν να τα συνειδητοποιούμε, όπως το δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση, στην ελεύθερη έκφραση και ανάπτυξη της προσωπικότητας, στην οικονομική ελευθερία, στην εκδήλωση της θρησκευτικής λατρείας, στην εργασία και στο «συνέρχεσθαι», καθίστανται όλα «ευλύγιστα» και «εύκαμπτα» μπροστά στην προστασία της δημόσιας υγείας.
Ένα όμως δικαίωμα παρίσταται ακόμα ως ύψιστης σημασίας και άξιο υψηλού επιπέδου προστασίας, το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Τα στοιχεία των κρουσμάτων που νοσούν από COVID-19 δεν δημοσιεύονται από τις αρχές στις οποίες πρέπει να γνωστοποιούνται αλλά ούτε και από τρίτους προς ενδιαφερόμενα πρόσωπα, όπως οι εργοδότες που λαμβάνουν γνώση αυτών προς τους υπόλοιπους εργαζομένους. Βεβαίως, όπως ήδη γνωρίζουμε όχι μόνο όσοι ασχολούνται με τα προσωπικά δεδομένα αλλά και ευρέως στην ευρωπαϊκή κοινωνία που ζούμε, τα δεδομένα υγείας αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα και ως εκ τούτου η προστασία τους είναι ιδιαίτερα αυξημένη. Αυτή η προστασία θεσπίστηκε από τον Ευρωπαίο και τον Έλληνα νομοθέτη ήδη από νωρίς, σε περιόδους ωστόσο άλλες, ειρήνης και ομαλότητας. Σήμερα είμαστε σε πόλεμο. Οι μάχες δίνονται στα νοσοκομεία και στην πρώτη γραμμή βρίσκονται γιατροί, νοσηλευτές, υγειονομικό προσωπικό, αστυνομικοί, έμποροι, υπάλληλοι σούπερ μάρκετ και όλοι εκείνοι που δεν μπορούν να βρίσκονται σπίτι τους. Αλλά και εμείς, οι άλλοι, που ως δικηγόροι, γραμματείς, ψυχολόγοι, καθηγητές και ελεύθεροι επαγγελματίες. μπορούμε με ορισμένο κόστος βεβαίως, άλλοτε μεγαλύτερο και άλλοτε μικρότερο, να βρισκόμαστε στα σπίτια μας, είμαστε οι συναγωνιστές, στα μετόπισθεν. Τι γίνεται λοιπόν με την προστασία των δεδομένων σε αυτές τις περιόδους; Πώς είναι δυνατόν, τα άλλα, εξίσου ουσιώδη δικαιώματα μας να κάμπτονται αναλογικά και αυτό, όχι; Η απάντηση ενδέχεται να βρίσκεται κάπου στα σπάργανα της ελληνικής κοινωνίας. Της μικρής εκείνης κοινωνίας που θεωρεί ότι εάν ονοματίσει το πρόβλημα, τότε αυτό δημιουργείται. Δυστυχώς όμως δεν είναι πάντα έτσι, καθώς το κρούσμα βρίσκεται εκεί, να θέτει (άθελα του) σε κίνδυνο τις ζωές και την υγεία των γύρω του, ανεξάρτητα με το αν αποκαλύψουμε τα στοιχεία του ή όχι. Μάλιστα η απόκρυψη της αρρώστιας ή των κρουσμάτων είναι ακόμα συχνότερη σε ακόμα μικρότερες κοινωνίες, όπου ο «στιγματισμός» όπως φαίνεται είναι χειρότερη βλάβη από την διακινδύνευση ενός αγνώστου Χ αριθμού ανθρώπων γύρω μας. Όπως παλιά έτσι και σήμερα, ο άρρωστος είναι στιγματισμένος και έτσι, λαμβάνοντας αυτό υπόψη της ακόμα και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συστήνει την ανωνυμία των κρουσμάτων με τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε κατόπιν της υπ’ αριθμ. 5/2020 απόφασης που εξέδωσε η Ολομέλεια της Αρχής όπου σταθμίζει το δικαίωμα στην δημόσια υγεία με τα προσωπικά δεδομένα και καταλήγει ότι τελικώς η αποκάλυψη των στοιχείων κρουσμάτων από τρίτους δεν είναι επιτρεπτή «αν δημιουργεί κλίμα προκατάληψης και στιγματισμού»:
«Η Αρχή έχει γίνει αποδέκτης ερωτηµάτων εργοδοτών σε σχέση µε την από µέρους τους επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα εργαζοµένων, προµηθευτών, επισκεπτών κ.λπ. στα γραφεία και εγκαταστάσεις τους προς εξασφάλιση της υγείας των εργαζοµένων σύµφωνα µε τις διατάξεις του ν. 3850/2010 κατά τα προεκτεθέντα, όπως π.χ. εάν επιτρέπεται η θερµοµέτρηση των εισερχοµένων ή η υποβολή συµπλήρωσης ερωτηµατολογίου σχετικά µε την κατάσταση της υγείας των εργαζοµένων ή οικείων τους, πρόσφατου ιστορικού ταξιδίου σε αλλοδαπό κράτος µε αυξηµένο κίνδυνο µετάδοσης του κορωνοϊου κ.λπ. ή η ενηµέρωση των λοιπών εργαζοµένων για το γεγονός ή και τα στοιχεία ταυτότητας ήδη νοσούντος εργαζοµένου. Η Αρχή υπενθυµίζει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας προβαίνει στις αναγκαίες και σύµφωνες προς τα άρθρα 5 και 6 ΓΚΠ∆ πράξεις επεξεργασίας δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα για την επίτευξη των επιδιωκόµενων σκοπών χωρίς να µπορεί εκ προοιµίου να αποκλειστεί ως απαγορευµένη οποιαδήποτε πράξη επεξεργασίας, ιδίως στην παρούσα χρονική κρίσιµη και πρωτόγνωρη συγκυρία και εφόσον πληρούνται επιπλέον οι προϋποθέσεις που περιλαµβάνονται στις υπ’ αρ. 1-2 σκέψεις της παρούσας. Είναι αυτονόητο ότι η επεξεργασία αυτή πραγµατοποιείται στο πλαίσιο της αρχής της λογοδοσίας. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην αξιολόγηση του ενδεχοµένου συλλογής µόνο των αναγκαίων πληροφοριών που συνδέονται αποκλειστικά µε τον επιδιωκόµενο σκοπό (αρχές του περιορισµού της επεξεργασίας σε συνδυασµό µε την αρχή της αναλογικότητας), τηρουµένης της αρχής της ασφαλούς επεξεργασίας (ιδίως της εµπιστευτικότητας πληροφοριών) δια της λήψης της απαραίτητων τεχνικών και οργανωτικών µέτρων ασφαλείας. Επισηµαίνεται ότι η συλλογή και η εν γένει επεξεργασία των δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα που παρουσιάζουν επαχθή χαρακτήρα και συνιστούν περιορισµό ατοµικών δικαιωµάτων, όπως π.χ. η θερµοµέτρηση στην είσοδο του χώρου εργασίας, πρέπει να λαµβάνει χώρα, τηρουµένων των νοµίµων προϋποθέσεων, αφού θα έχει προηγουµένως αποκλειστεί κάθε διαθέσιµο πρόσφορο µέτρο, το οποίο θα επιλέξει ο υπεύθυνος επεξεργασίας, υπό τον όρο ότι εφαρµόζεται η νοµοθεσία για τα προσωπικά δεδοµένα. Αντίθετα, µια συστηµατική, διαρκής και γενικευµένη συλλογή δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα που οδηγεί στην κατάρτιση και συνεχή ανανέωση προφίλ υγείας εργαζοµένων, δύσκολα θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως σύµφωνη µε την αρχή της αναλογικότητας. 7. Η επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα θανόντων δεν εµπίπτει καταρχήν στο προστατευτικό πεδίο των κανόνων προστασίας δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα (αιτ. σκ. 27 ΓΚΠ∆). ∆εδοµένου, ωστόσο, ότι η αποκάλυψη των στοιχείων ταυτοποίησης θανόντων από τον κορωνοϊό ενδέχεται να οδηγεί σε έµµεση ταυτοποίηση ζώντων φυσικών προσώπων που είχαν έρθει σε επαφή ή υπήρξαν οικείοι των θανόντων για τους οποίους εφαρµόζονται οι συναφείς κανόνες, πρέπει η επεξεργασία να γίνεται σύµφωνα µε τις γενικές αρχές επεξεργασίας του άρθρου 5 παρ. 1 σε συνδυασµό µε το άρθρο 6 ΓΚΠ∆. 8. Η από µέρους των ήδη νοσούντων από τον κορωνοϊό ασθενών, οικειοθελής δηµοσιοποίηση της κατάστασης της υγείας τους, παρέχει σύµφωνα µε το άρθρο 9 παρ. 2 εδ. ε’ ΓΚΠ∆ νοµική βάση επεξεργασίας των συγκεκριµένων δεδοµένων υγείας υπό τον όρο της τήρησης των αρχών του άρθρου 5 ΓΚΠ∆ σε συνδυασµό µε τυχόν ειδικότερες διατάξεις της εθνικής νοµοθεσίας, περιλαµβανοµένων και των ΠΝΠ. 9. H από µέρους των υπευθύνων επεξεργασίας γνωστοποίηση σε τρίτους πληροφοριών για την κατάσταση υγείας των υποκειµένων των δεδοµένων όταν αυτή συνιστά επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα, σύµφωνα µε τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στις υπ’ αρ. 1-2 σκέψεις της παρούσας, ακόµη και αν καταρχήν διενεργείται στο πλαίσιο των άρθρων 5, 6 και 9 ΓΚΠ∆, δεν είναι επιτρεπτή αν δηµιουργεί κλίµα προκατάληψης και στιγµατισµού, επιπλέον δε ενδέχεται να δρα αποτρεπτικά στην τήρηση των µέτρων που ανακοινώθηκαν από τις αρµόδιες δηµόσιες αρχές µε αποτέλεσµα να αντιστρατεύεται τελικά την αποτελεσµατικότητα τους.»
Βεβαίως, όπως φαίνεται, η Αρχή εξέδωσε τις παραπάνω κατευθυντήριες με συστάσεις χωρίς να δίνονται απόλυτες και αυστηρές απαντήσεις, αιτιολογημένα, λαμβάνοντας υπόψη της όλα τα στοιχεία, όχι μόνο συνταγματικές αρχές, όπως αυτή της αναλογικότητας και τα αντίστοιχα δικαιώματα, αλλά και τις αντιλήψεις της κοινωνίας περί στιγματισμού και προκατάληψης.
Γεννάται όμως, εύλογα, η εξής ερώτηση: Στη στάθμιση ανάμεσα στην πληροφόρηση του κοινωνικού περίγυρου ενός κρούσματος περί της ύπαρξης άμεσου ή έμμεσου κινδύνου για την υγεία του και στην ασφάλεια των δεδομένων υγείας του κρούσματος για να μην επέλθει επάνω του ο «βαρύς» κοινωνικός στιγματισμός, ποιο είναι εκείνο που χρήζει αυξημένης προστασίας τελικά; Μήπως αξίζει μια στιγμή να αναλογιστούμε ποια θα ήταν τα αποτελέσματα της ενημέρωσης του κοινωνικού και επαγγελματικού περίγυρου ενός κρούσματος περί των στοιχείων του; Μήπως πίσω από την ανωνυμία κρύβεται και η ανευθυνότητα; Ή ακόμα καλύτερα, μήπως η κοινωνία μας πρέπει να ωριμάσει συνολικά και να αποτάξει μια και καλή τις προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες απέναντι στην αρρώστια, που σήμερα λέγεται Covid-19 και αύριο κάπως αλλιώς; Μήπως τελικά αν σταθούμε ειλικρινείς και ονομάσουμε τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» χωρίς να κρυβόμαστε πίσω από προσωπικά δεδομένα και ιδεοληψίες, μπορέσουμε να επιτύχουμε μία καλύτερη λύση προς την ασφάλεια μας; Ας θυμηθούμε μόνο, τι συνέβη στην Κίνα, όταν επιχείρησε να αποκρύψει τα κρούσματα της και ας μεταφέρουμε το παράδειγμα μίας χώρας που επιχείρησε να κρύψει την «αρρώστια» της από την υπόλοιπη παγκόσμια κοινωνία, στο πολύ στενότερο ατομικό, κοινωνικό και εργασιακό επίπεδο. Όπως όλοι παρακολουθήσαμε τελικώς, η προσπάθεια αυτής της απόκρυψης κατέληξε σε μία πλήρη καταστρατήγηση των κάθε είδους δικαιωμάτων και προσωπικών δεδομένων των πολιτών της Κίνας, όταν η κατάσταση της πανδημίας βγήκε εκτός ελέγχου.
Μήπως τελικά θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τη στάση μας προς τη διαδικασία ιχνηλάτησης, που έως τώρα σε συμμόρφωση ενδεχομένως με τις οδηγίες προστασίας των δεδομένων, διεξάγεται με πολλές, διαφορετικές μορφές και χωρίς επαρκή ή και καμία ενημέρωση των πολλών που κινδυνεύουν προς διασφάλιση της ταυτότητας του ενός που νοσεί;
Κουτσουπιά Μαρία Ωραιοζήλη
Δικηγόρος, ΜΔΕ
Υπ. Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου