Η πρόσφατη αυτοκτονία του δημοφιλούς αμερικανού ηθοποιού Robin Williams έδωσε έναυσμα για ευρύτατο σχολιασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και για τη δημοσίευση επιστημονικών αναλύσεων με θέμα τους αυτόχειρες. Την αυτοκτονία ως εκδήλωση μακροχρόνιου και έντονου ψυχικού άλγους, που εμφανίζεται με ποικίλες μορφές (ιδίως με κατάθλιψη) προσεγγίζει κυρίως η κλινική ψυχολογία, η ψυχανάλυση και η ψυχιατρική. Ωστόσο, έντονο υπήρξε και το ερευνητικό ενδιαφέρον των κοινωνιολόγων για το φαινόμενο της αυτοκτονίας, που παρατηρήθηκε ότι είναι ιδιαίτερα οξύ σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και τα πρώτα βήματα της «νέας» τότε επιστήμης της Κοινωνιολογίας, ο πρωτοπόρος γάλλος κοινωνιολόγος Émile Durkheim δημοσίευσε την πρώτη στατιστική μελέτη για την αυτοκτονία.
Συλλέγοντας δεδομένα από διάφορες χώρες και 26.000 περιπτώσεις αυτοκτονιών, ο Durkheim εντόπισε τα κοινωνικά αίτια της αυτοκαταστροφής, κατατάσσοντας τις αυτοκτονίες σε τέσσερις βασικούς τύπους: τις εγωιστικές, αλτρουιστικές, ανομικές και φαταλιστικές. Ο Durkheim υποστήριξε ότι οι διαφορετικοί αυτοί τύποι αυτοκτονίας αποτελούν προϊόντα των «αυτοκτονιο-γενετικών» κοινωνικών τάσεων, που παρασύρουν τα άτομα στην αυτοκτονία όποτε η κοινωνία χάνει την ισορροπία της και περιπίπτει σε καταστάσεις «ανομίας». Η κατάσταση ισορροπίας ορίζεται με δύο διαστάσεις: την ενσωμάτωση, δηλ. το βαθμό στον οποίο τα άτομα έχουν την αίσθηση ότι ανήκουν στη συλλογικότητα και τη ρύθμιση, δηλ. το βαθμό στον οποίο οι ενέργειες και οι επιθυμίες των ατόμων βρίσκονται υπό τον έλεγχο ηθικών αξιών. Έτσι, η μελέτη του Durkheim αποκάλυψε πως οι άντρες αυτοκτονούν συχνότερα απ’ ό,τι οι γυναίκες, οι έγγαμοι άντρες λιγότερο απ’ ό,τι οι ανύπαντροι (διότι ζουν ενσωματωμένοι στην πρωτογενή κοινωνική ομάδα της οικογένειας), οι Προτεστάντες πιο συχνά απ’ τους Καθολικούς, λόγω αυστηρότερης προσκόλλησης στους κανόνες που επιβάλλει το θρησκευτικό τους δόγμα και της ατομικής ευθύνης του κάθε πιστού για τη σωτηρία της ψυχής του.
Το ενδιαφέρον των σύγχρονων κοινωνιολόγων για το πολυδιάστατο φαινόμενο της αυτοκτονίας παρέμεινε έντονο σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ενώ αντίθετα οι νομομαθείς και θεωρητικοί της Νομικής επιστήμης ασχολήθηκαν πολύ λιγότερο. Μια πιθανή εξήγηση μπορεί να εντοπιστεί στο γεγονός ότι δεν αναγνωρίζεται σε καμία έννομη τάξη ένα αυτοτελές ατομικό ή συλλογικό «δικαίωμα στην αυτοκτονία». Τιμωρείται αντίθετα η «υποβοηθούμενη αυτοκτονία» που πραγματοποιείται από θεράποντες ιατρούς σε ετοιμοθάνατους ασθενείς. Μάλιστα, ανάλογα περιστατικά προκαλούν συνήθως τη συλλογική απαξίωση και οργή μεγάλου τμήματος της κοινής γνώμης, όπως έχουν καταδείξει υποθέσεις σαν αυτή του Dr Jack Kevorkian (ή “Dr Death”) στις ΗΠΑ. Η έντονη κατακραυγή τέτοιων πράξεων υποδηλώνει την ύπαρξη ενός σκληρού ηθικού πυρήνα στους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς που οι συλλογικότητες αποδοκιμάζουν σε δεδομένη ιστορική στιγμή. Με άλλα λόγια, ο κανόνας εμπεριέχει και την ηθική πυξίδα: «αποδοκιμάζουμε την αυτοκτονία, γιατί δεν συνάδει με τα ήθη και τα έθιμά μας». Και βέβαια, ανάλογα με το περιεχόμενο των κυρίαρχων κάθε φορά ηθών, οι κοινωνίες διακρίνονται σε περισσότερο ή λιγότερο ανεκτικές απέναντι στην αυτοκτονία.
[1] Η προσπάθεια να προσεγγίσει κανείς την αυτοκτονία ως φαινόμενο που ενδιαφέρει το Δίκαιο και το νομοθέτη είναι στενά συνυφασμένη με την ευθανασία. Υπάρχουν νομικά συστήματα που κατοχυρώνουν το «δικαίωμα στην ευθανασία», δηλαδή το «δικαίωμα σε έναν αξιοπρεπή θάνατο», υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και όπως/όπου νόμος ορίζει. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μια κρίσιμη διάκριση, ανάμεσα στην ενεργητική και στην παθητική ευθανασία. Στην πρώτη περίπτωση εμπίπτουν οι περιπτώσεις ενεργητικής επέμβασης εκ μέρους του ιατρικού προσωπικού για την περάτωση της ζωής του ασθενούς (πχ η χορήγηση θανατηφόρων ενέσεων), ενώ στη δεύτερη οι καταστάσεις όπου παύει να παρέχεται ιατρική βοήθεια απαραίτητη για την επιβίωση του μακροχρόνια άρρωστου. Στις περισσότερες έννομες τάξεις, η πράξη αυτή θεωρείται υποβοηθούμενη αυτοκτονία και είναι ποινικά κολάσιμη, είτε προέρχεται από τον θεράποντα γιατρό είτε από άλλο πρόσωπο.
Έτσι, στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 300 του πρόσφατα αναθεωρημένου Ποινικού μας Κώδικα («ανθρωποκτονία με συναίνεση»), όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία «ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος και από οίκτο γι’ αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια» τιμωρείται με φυλάκιση. Το συγκεκριμένο άρθρο φέρει τον τίτλο «ανθρωποκτονία με συναίνεση» και σκόπιμα παραλείπει οποιαδήποτε αναφορά του όρου «ευθανασία». Με φυλάκιση τιμωρείται και η «συμμετοχή σε αυτοκτονία» (νέο άρθρο 301 του Ποινικού Κώδικα), που τελείται όταν κάποιος «με πρόθεση κατέπεισε άλλον να αυτοκτονήσει, αν τελέστηκε η αυτοκτονία ή έγινε απόπειρά της, καθώς και όποιος έδωσε βοήθεια κατ’ αυτήν».
Τρία ευρωπαϊκά κράτη επιτρέπουν σήμερα την ευθανασία: η Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο. Η Ολλανδία υπήρξε πρωτοπόρος της συγκεκριμένης θεσμοθέτησης, νομιμοποιώντας την ευθανασία στις 28/11/2000 με ψήφους 104 υπέρ και 40 κατά των βουλευτών του Ολλανδικού Κοινοβουλίου. Το Βέλγιο, όπου η σχετική νομιμοποίηση έλαβε χώρα το 2002, προχώρησε ένα τολμηρό βήμα παραπέρα. Στις 12/12/2013 με μεγάλη πλειοψηφία η Γερουσία του Βελγίου ενέκρινε την πρόταση να επεκταθεί η ισχύς του νόμου για την ευθανασία και στους ανηλίκους που πάσχουν από ανίατη ασθένεια στο τελευταίο στάδιο. Με βάση το νομοσχέδιο αυτό, ένας ανήλικος μπορεί να ζητήσει να του γίνει ευθανασία εάν βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο μιας ανίατης ασθένειας και υποφέρει από επίμονους, αφόρητους σωματικούς πόνους. Θα πρέπει προηγουμένως να λάβει την έγκριση των γονέων του και να συμβουλευτεί μια ομάδα ειδικών γιατρών. Να σημειωθεί πως στη συγκεκριμένη χώρα τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία δείχνουν πολύ χαμηλά ποσοστά θανάτων από ευθανασία. Το 2012 μόνο το 2% όλων των καταγεγραμμένων θανάτων στη χώρα προήλθε από ευθανασία.
Η υποβοηθούμενη ιατρική αυτοκτονία έχει αποποινικοποιηθεί στην Ελβετία, τη Γερμανία, την Αλβανία και σε άλλες ηπείρους, στην Ιαπωνία και την Κολομβία, καθώς και σε πέντε πολιτείες των ΗΠΑ (Washington, Oregon, Vermont, New Mexico, Montana). Έντονες δημόσιες συζητήσεις για την αποποινικοποίηση της «εκούσιας ευθανασίας» έχουν πραγματοποιηθεί στη Γαλλία ήδη από το καλοκαίρι του 2013 με πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού Francois Holland, που είχε υποσχεθεί να επιφέρει αυτή τη μεταρρύθμιση με προσωπική δέσμευση στην προεκλογική του πλατφόρμα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε και το παράδειγμα της Ινδίας, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του στις 7-3-2011, νομιμοποίησε την παθητική ευθανασία μέσω της διακοπής τεχνικής υποστήριξης σε ασθενείς που βρίσκονται σε μόνιμη κατάσταση φυτού.
Στους περισσότερους από εμάς προκαλεί σοκ και μόνο η ιδέα ότι αποσυνδέουμε από τη μηχανική υποστήριξη ένα ανθρώπινο πλάσμα. Ποιος έδωσε τέτοια εξουσία στο κράτος ή στον θεράποντα γιατρό, να πάρει μια απόφαση τέτοιας σοβαρότητας και ουσιαστικά «να το παίξει Θεός»; Και ποιος μπορεί να αντέξει στη σκέψη ότι ένα παιδάκι που υποφέρει στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου θα θανατωθεί πρόωρα για όποιον λόγο κι αν γίνεται αυτό, εν προκειμένω για να μην υποφέρει; Πράγματι είναι επώδυνες αυτές οι καταστάσεις και όλοι οι προβληματισμοί που τις περιβάλλουν. Αν όμως στοχαστούμε σε ένα βαθύτερο επίπεδο ανάλυσης, πρέπει να αναρωτηθούμε αν μας σοκάρει λιγότερο η εικόνα ενός διαμελισμένου από τις βόμβες παιδιού στη Λωρίδα της Γάζας. Δεν θα επιθυμούσαμε τα παιδάκια αυτά, όταν τα χειρουργούν, να υποφέρουν όσο το δυνατόν λιγότερο, να τους χορηγήσουν αναισθητικό σε τέτοιες δόσεις ώστε να αντέξουν τους πόνους; Κάποιος ηγέτης, κάποιο υπουργικό συμβούλιο έδωσε την εντολή για τους βομβαρδισμούς αυτούς. Κάποιος «το έπαιξε Θεός» και κάποιος πάντοτε παίρνει παρόμοιες αποφάσεις στην ανθρώπινη ιστορία. Μόνο οι επίσημες αιτιολογίες αλλάζουν, τα πρόσωπα, ο τόπος και ο χρόνος.
Γνωρίζουμε πόσα παιδιά έχουν σκοτωθεί στην Αφρική τα τελευταία είκοσι χρόνια σε γενοκτονίες και εμφύλιους πολέμους; Πόσα ακρωτηριάστηκαν χωρίς αναισθητικό, πόσα λιμοκτόνησαν, πόσα νόσησαν από φονικούς ιούς όπως ο Έμπολα, τέλος, πόσα θυσιάστηκαν από θρησκευτικούς ηγέτες για ένα αόριστο και πάντα ανέφικτο «ανώτερο καλό»; Αν δεν θέλει κανείς να τον κατηγορήσουν για επιλεκτικό ανθρωπισμό και μονομερή ευαισθησία προς τα προνομιούχα παιδιά της Δύσης, θα πρέπει να ανατρέξει σε μια αρχή, οπωσδήποτε προδικαιική, παγκόσμια, πανανθρώπινη, που να καλύπτει και την κατάσταση των παιδιών αυτών. Μία μπορεί να είναι η αρχή αυτή: η αποφυγή ή έστω η ανακούφιση του πόνου.
Ο πόνος δεν έχει παιδευτική αξία, όπως αρκετές γνωστές θρησκείες διακηρύττουν, παρά μόνο όταν είναι προσωρινός και σε χαμηλά (δηλαδή υποφερτά) επίπεδα. Τότε ναι, ο πόνος μας διδάσκει την υπομονή, την εγκαρτέρηση, την ευγνωμοσύνη για ό,τι αγαθό μας έχει δοθεί, την φιλευσπλαχνία προς τον συνάνθρωπό μας που επίσης πονάει. Όταν ο πόνος υπερβαίνει όλα τα ανθρώπινα όρια, όταν είναι μόνιμος και αβάσταχτος, όταν καταντά μαρτύριο, παραλύει το σώμα και το νου. Δεν προσθέτει στον άνθρωπο, παρά μόνο αφαιρεί, στοιχεία που κατά παράδοξο τρόπο, τον κάνουν να νιώθει λιγότερο άνθρωπος. Αυτό είναι το βίωμα όσων ανθρώπων νόσησαν στο κρεβάτι του πόνου και κατέγραψαν τις εμπειρίες τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όλοι τους, ανεξάρτητα από τη θέλησή τους να ζήσουν περισσότερο ή αντίθετα να πεθάνουν το ταχύτερο δυνατό, μίλησαν για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, έτσι όπως οι ίδιοι την ορίζουν και την αισθάνονται.
Είναι κατανοητό ότι οι περιπτώσεις υποβοηθούμενης αυτοκτονίας θα εξακολουθήσουν να είναι αμφιλεγόμενες τόσο από ηθική όσο και από νομική σκοπιά. Εδώ ελλοχεύει ο πραγματικός κίνδυνος εγκληματικής πρόθεσης μιας ομάδας συγγενών να δωροδοκήσουν το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό ώστε να επισπεύσουν τον θάνατο ενός πλούσιου συγγενούς τους. Εξάλλου, το άρθρο 2 εδ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1950, ορίζει πως «το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στη ζωή προστατεύεται από το νόμο». Σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κάθε κράτος-μέλος υπέχει την υποχρέωση να αποτρέπει την αναμενόμενη σύμφωνα με τις συνθήκες απώλεια της ανθρώπινης ζωής. Ωστόσο, το κοινωνικό-εισοδηματικό προφίλ του μέσου ανθρώπου που πάσχει από ανίατο νόσημα δεν τον τοποθετεί στην ανώτερη αστική τάξη. Οι φτωχοί πάντα αυτοκτονούσαν σιωπηλά. Οι πλούσιοι πάντα απολάμβαναν άριστης ποιότητας ιατρική φροντίδα.
Τι συμβαίνει όμως με τους πολίτες που βρίσκονται «στη μέση», αυτούς δηλαδή που μετά την έλευση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ακροβατούν ώστε να μην πέσουν ακόμη πιο κάτω; Όχι κάτω απ’ το δίκτυ ασφαλείας, αλλά βουτώντας μέσα απ’ αυτό. Με το απαγορευτικά υψηλό κόστος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, με το «άδειασμα» των ασφαλιστικών ταμείων και την αναδιάρθρωση των συστημάτων ασφάλισης ώστε να αντιμετωπίσουν όχι τόσο τον σταθερά γηράσκοντα πληθυσμό, αλλά πλέον τον νοσούντα και θνήσκοντα πληθυσμό (τα θύματα-παράπλευρες απώλειες της κρίσης), με νοσοκομεία ελλιπώς χρηματοδοτούμενα όπου γιατροί-ήρωες δεν προλαβαίνουν να σώζουν ανθρώπους και καταστάσεις, οι πολίτες που εκπροσωπούν το στατιστικά «μέσο εισόδημα» δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα για μια καλής ποιότητας περίθαλψη και νοσηλεία.
Για τους πολίτες αυτούς η ιατρική υποβοηθούμενη αυτοκτονία είναι μια άσχετη πολυτέλεια. Δεν τους αφορά. Και δεν έχουν καν το δικαίωμα να παραιτηθούν από την προσπάθεια να υπομείνουν τον βασανιστικό πόνο τους αυτοκτονώντας. Πολλοί συνεχίζουν να ζουν, φοβούμενοι τις οδυνηρές συνέπειες της πράξης τους για τα μέλη της οικογενείας τους, αλλά το ζήτημα είναι πώς ζουν; Με βαριά ψυχικά νοσήματα (που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να θεραπεύσουν) και με σοβαρές παθήσεις όπως είναι η μανιοκατάθλιψη, οι άνθρωποι αυτοί συχνά μεταβαίνουν από τις αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές στην επιθετικότητα, προξενώντας πάνω σε εκρήξεις οργής στα αγαπημένα τους πρόσωπα ή και σε αγνώστους, σωματικές βλάβες ή και το θάνατο. Όπως διαβεβαιώνουν οι ειδικοί, οι ασθενείς αυτοί που δεν έχουν δεχθεί την κατάλληλη θεραπεία στην κατάλληλη χρονική στιγμή είναι κινούμενες ωρολογιακές βόμβες. Επομένως θέτουν σε διακινδύνευση ευρύτατο κύκλο υλικών και άυλων έννομων αγαθών, προκαλώντας μακροχρόνια περισσότερες κοινωνικές βλάβες απ’ ό,τι μια ήσυχη αυτοκτονία.
Μέσα από τις θεαματικές προόδους και συνεχείς καινοτομίες της ιατρικής επιστήμης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει γίνει καλύτερα κατανοητό ότι μια επιστημονική και ταυτόχρονα ανθρωποκεντρική προσέγγιση στον ανθρώπινο πόνο είναι κατ’ ανάγκην πολυδιάστατη, δηλ. όχι μόνο σωματική/βιολογική, αλλά και συναισθηματική, κοινωνική και πνευματική. Οι σύγχρονες προσπάθειες διαχείρισης του πόνου επικεντρώνονται στη μοναδική προσωπικότητα του κάθε ασθενούς, τον οποίον αντιμετωπίζουν ως «σώμα, πνεύμα και ψυχή». Έτσι, έχει εξελιχθεί εδώ και μερικές δεκαετίες η ιατρική φροντίδα ανίατων ασθενειών και η παρηγορητική ιατρική (palliative care), που ξεκίνησε το 1967 με την ίδρυση του πρώτου ξενώνα παρηγορητικής αγωγής στο Ην. Βασίλειο από τη νοσηλεύτρια και κοινωνική λειτουργό Cicely Saunders. Ένας από τους άξονες του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού που προσφέρει παρηγορητική φροντίδα στους πάσχοντες είναι η διάσωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
[2] Στο σημείο αυτό επισημαίνουμε ότι η αυτοκτονία έχει καταγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο των σύγχρονων κοινωνιών ως μια άρνηση της ζωής που δεν συνάδει με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο αυτόχειρας αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερο οίκτο όταν είναι δημόσιο πρόσωπο, ιδίως δε όταν είναι διάσημος καλλιτέχνης ή ποιητής, οπότε και η αυτοκτονία του λογίζεται ως η απονενοημένη προσπάθεια μιας ευαίσθητης ψυχής να δώσει τέλος στη βασανισμένη της ύπαρξη. Αφθονούν τα παραδείγματα από τον κόσμο των γραμμάτων και των τεχνών: η πολύ αξιόλογη αγγλίδα συγγραφέας του μεσοπολέμου Virginia Woolf, η σημαντική αμερικανίδα ποιήτρια Sylvia Plath, ο δικός μας κορυφαίος λυρικός ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, ο πρωτοπόρος της οργανικής και ανόργανης χημείας Viktor Meyer, ο αμερικανός ηλεκτρολόγος μηχανικός Edwin Armstrong που εφηύρε το ραδιόφωνο FM, ο αμερικανός Wallace Carruthers που εφηύρε το νάιλον και άλλοι.
Τι συμβαίνει όμως με τον άγνωστο αυτόχειρα, τον μέσο άνθρωπο, που διαθέτει έναν περιορισμένο κοινωνικό κύκλο; Συνήθως στιγματίζεται, όπως προκύπτει από τις αντιδράσεις της οικογένειάς του που όταν μπορούν λόγω συνθηκών να αποκρύψουν την αυτοκτονία, σχεδόν ποτέ δεν τη δηλώνουν ως τέτοια αλλά αποδίδουν το θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου σε «παθολογικά αίτια» όταν ερωτηθούν από γνωστούς, γείτονες και φίλους. Θεωρείται ντροπή να αποκαλύψουν την αλήθεια. Η απόπειρα αυτοκτονίας τυγχάνει παρόμοιας αντιμετώπισης: ο κοινωνικός σχολιασμός των πάντα πρόθυμων να προσφέρουν διάγνωση «ψυχολόγων της γειτονιάς» περιστρέφεται γύρω από την αδυναμία του αυτόχειρα, από τις τραυματικές εμπειρίες των παιδικών ή εφηβικών του χρόνων κι από τη δόμηση ενός ψυχοκοινωνικού προφίλ που αναδεικνύει κάποια τάση, κάποια υποβόσκουσα ροπή, προς την αυτοκτονία.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμία ηθική ή κοινωνική εξύψωση στην πράξη του πάσχοντα, η δε στάση της Εκκλησίας είναι κατηγορηματική: απώλεια της σωτηρίας της ψυχής εις τους αιώνας, δηλαδή αιώνια άρνηση του δικαιώματος στη σωτηρία. Η Εκκλησία απορρίπτει την άνευ θελήσεως του Θεού διακοπή της ζωής και συνακόλουθα απαγορεύει οποιαδήποτε εκκλησιαστική ακολουθία και τελετή (κηδεία, ταφή σε κοιμητήριο πιστών, μνημόσυνο, τρισάγιο, Θεία Λειτουργία) για όσους αυτοκτονούν. Πάγια θέση της είναι πως με την πράξη τους αυτή, όσοι αυτοκτονούν πρόσβαλαν το θείο δώρο της ζωής και αποκόπηκαν από το σώμα της Εκκλησίας. Στην εκκλησιαστική μας παράδοση, η ζωή δεν ανήκει στον άνθρωπο αλλά στον Θεό και ο πόνος είναι ευεργετικός στη ζωή του ανθρώπου γιατί θεωρείται ότι αναπτύσσει και ισχυρούς δεσμούς αγάπης μεταξύ των ανθρώπων. Την ίδια όμως στιγμή τόσο η χριστιανική Εκκλησία όσο και τα υπόλοιπα θρησκεύματα αδυνατούν να δώσουν μία αξιοπρεπώς πειστική απάντηση στους λόγους ύπαρξης και ραγδαίας εξάπλωσης του κακού στη ζωή μας, κακού που συνοδεύεται πάντοτε από πόνο και, στις περιπτώσεις που εξετάζουμε, και από την ελκυστική ιδέα ενός λυτρωτικού θανάτου.
Στην πραγματικότητα, λίγες είναι οι περιοχές της ανθρώπινης ψυχής που παρουσιάζουν τόσες δυσκολίες σκιαγράφησης όσο η περιοχή του καταθλιπτικού ατόμου με αυτοκτονικό ιδεασμό. Ακόμη και οι ειδικοί, με τα ιδιαίτερα περίτεχνα σύγχρονα μέσα κλινικής εξέτασης, αδυνατούν να προβλέψουν ποιο άτομο θα μπορέσει να επιβιώσει (πχ με τη συστηματική χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής και ψυχολογικής υποστήριξης) και ποιο θα διαβεί τελικά το κατώφλι που χωρίζει τη ζωή από το θάνατο. Επομένως, εύλογα διερωτάται κανείς γιατί η αυτοκτονία εξακολουθεί να συνοδεύεται από κοινωνικό στιγματισμό και με ποια κριτήρια η κυρίαρχη κουλτούρα κάθε κοινωνίας χρίζει ως αναξιοπρεπή τον θάνατο από αυτοκτονία. Ποιος είναι άραγε ο αξιοπρεπής θάνατος; Τα «Χριστιανά τέλη της ζωής ημών» σύμφωνα με τη δέηση της Εκκλησίας; Είναι ο θάνατος σε βαθύ γήρας; Είναι ο ένδοξος θάνατος των ηρώων στα πεδία μάχης; Και τι συμβαίνει με τα εκατομμύρια των ψυχών που έχασαν τη ζωή τους από φυσικές καταστροφές (από σεισμούς, πλημμύρες, εκρήξεις ηφαιστείων κ.α.) ή σε τραγωδίες της σύγχρονης τεχνολογίας, πχ αεροπορικά δυστυχήματα; Οι νεκροί αυτοί δεν πρόλαβαν λόγω συνθηκών να δεχθούν κάποια ευχή σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες ούτε βέβαια να εξομολογηθούν για τις αμαρτίες τους. Οι νεκροί αυτοί είναι καταραμένοι ή εκ των υστέρων ευλογημένοι συλλογικά σε μια μεταθανάτια επιμνημόσυνη δέηση;
Διαφορετικός επίσης είναι ο «αξιοπρεπής θάνατος» για έναν άνθρωπο υγιή και για έναν που πάσχει από σοβαρό ανίατο νόσημα. Έτσι, ο ανθρωπιστής φιλόσοφος Thomas More στο έργο του Utopia (1516) πρότεινε την ευθανασία ως εναλλακτική λύση για «ανέλπιδα άρρωστους ανθρώπους». Για τον More, η ευθανασία ήταν μια φιλεύσπλαχνη αντιμετώπιση του ανθρώπινου πόνου, σε περιπτώσεις όπου είχαν εξαντληθεί όλα τα υπόλοιπα μέσα θεραπείας. Αρκετές δεκαετίες αργότερα, ο Francis Bacon θα υποστήριζε ότι η ιατρική επιστήμη πρέπει να εφαρμόζει τη διαθέσιμη ιατρική γνώση και τις πρακτικές δεξιότητες που θα εξασφαλίσουν στους ασθενείς να πεθάνουν με έναν «εύκολο και ειρηνικό θάνατο». Για να περιγράψει αυτή την ιατρική τέχνη, ο Bacon χρησιμοποίησε τον όρο “euthanasia exteriori”.
[3] Εκτός από τις ηθικές και φιλοσοφικές διαστάσεις της, η αυτοκτονία συνδέεται στενά και με την οικονομική ζωή μιας χώρας. Πράγματι, παρατηρείται σημαντική αύξηση των αυτοκτονιών για οικονομικούς λόγους σε χώρες που πλήττονται από την οικονομική κρίση. Μολονότι και πάλι είναι επιστημονικά λανθασμένο να αναζητούμε σχέσεις αιτιότητας (του τύπου «η οικονομική κρίση προκαλεί περισσότερες αυτοκτονίες»), είναι σαφές ότι εδώ αλληλεπιδρούν δυναμικά πολλοί συσχετισμοί που οι κοινωνικοί επιστήμονες οφείλουν να αναλύσουν. Έχουν καταγραφεί και συζητηθεί ευρύτατα τα στατιστικά στοιχεία που καταδεικνύουν δραματική αύξηση των αυτοκτονιών στη χώρα μας σε περίοδο μνημονίου. Μάλιστα η Ελλάδα είναι η πρώτη σε αριθμό αυτοκτονιών χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εύλογα υποθέτει κανείς πως τα επίσημα στατιστικά στοιχεία αποκρύπτουν την πραγματική έκταση του προβλήματος, καθώς υπάρχουν πολλά περιστατικά (κάποιοι μιλούν ακόμη και για τριψήφιο αριθμό αυτοχείρων) που μένουν αδήλωτα και εμφανίζονται είτε ως ατυχήματα είτε ως αιφνίδιοι θάνατοι από φυσικά αίτια.
Μια ακόμη πτυχή του φαινομένου της αυτοκτονίας είναι η διευκόλυνσή της μετά την τεχνολογική επανάσταση του Παγκόσμιου Ιστού. Προκαλεί έντονη ανησυχία η πρόσφατη αύξηση των αυτοκτονιών που τελούνται με «βοήθεια» στο Διαδίκτυο, δηλαδή μέσω χρηστών οι οποίοι παρέχουν στους υποψήφιους αυτόχειρες αναλυτικές οδηγίες σχετικά με το πώς να αυτοκτονήσουν. Οι ειδικοί συμφωνούν πως αυτή η μεθοδολογία των αυτοκτονιών προωθεί ταχύτατα μια «ιδεολογία» περί αυτοκτονίας που αποτελεί έναν βέβαιο (αν και μη ορατό ακόμη σε πολλές χώρες) κίνδυνο για το δημόσιο συμφέρον. Η θέσπιση περιοριστικών διατάξεων εν προκειμένω προσκρούει μεταξύ άλλων και στη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία έκφρασης και λόγου. Ωστόσο, μπορεί κανείς να αναπτύξει πειστικά επιχειρήματα σχετικά με την ανάγκη προστασίας όχι του κοινωνικού συνόλου γενικά, αλλά των ευπαθών και ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων, όπως είναι οι έφηβοι, οι άνεργοι νέοι και οι ηλικιωμένοι. Όταν ένα φαινόμενο προσλαμβάνει επιδημιολογικές διαστάσεις, αφορά άμεσα όχι μόνο το δίκαιο, αλλά προφανώς και το εκπαιδευτικό σύστημα.
Η ζωή και ο θάνατος απασχολούν την ανώτερη φιλοσοφική και θεολογική σκέψη των ανθρώπων από την εμφάνιση των πρώτων μεγάλων πολιτισμών, αλλά οπωσδήποτε και πολύ νωρίτερα, σε μικρές απομονωμένες κοινωνίες και ομάδες που δεν άφησαν πίσω τους γραπτά τεκμήρια. Ωστόσο, το «ευ ζην» και το «ευ-θνήσκειν» εισάγουν εντελώς διαφορετικά διλήμματα, ιδίως στη σύγχρονη εποχή όπου η παράταση της ανθρώπινης ζωής με μηχανική υποστήριξη είναι δυνατόν να κρατήσει πολλά χρόνια και όπου διαγνωστικά τεστ μπορούν να διαπιστώσουν με μικρό περιθώριο λάθους τη μη αναστρεψιμότητα μιας κατάστασης (πχ κώμα). Γιατί λοιπόν ένας άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να επιλέξει τον χρόνο και τον τρόπο του θανάτου του, εφόσον έτσι πιστεύει ότι θα πετύχει το «ευ θνήσκειν»; Με ποια πειστική αιτιολόγηση θα του στερήσουμε ένα τέλος που για τον ίδιο είναι πιο αξιοπρεπές απ’ τη συνέχιση της ζωής του;
[4] Η πλούσια παράδοση ανθρώπινων δικαιωμάτων που έχει αναπτυχθεί στην εξορθολογικευμένη Δύση μετά το Διαφωτισμό επιτρέπει να ξετυλιχθεί ένας προβληματισμός σχετικά με την αυτοκτονία που να εστιάζει στο δικαίωμα του ανθρώπου να διαθέτει το σώμα του έτσι όπως το ίδιο επιθυμεί. Πρόκειται για ένα δικαίωμα αυτονομίας του ατόμου απέναντι στις προσπάθειες του κράτους να ορίσει ως ύψιστο δικαίωμα την ιερότητα της ανθρώπινης ζωής. Με απλά λόγια, το κράτος στερείται της ηθικής νομιμοποίησης να επιβάλλει στον πολίτη την υποχρέωση να υποφέρει, ακόμη κι αν δεν αντέχει. Το αν αντέχει και πόσο αντέχει θα πρέπει να το καθορίζει το ίδιο το άτομο. Οι αντιδράσεις του κοινωνικού περιγύρου, της Εκκλησίας, της Πολιτείας κτλ. περισσότερη σχέση έχουν με τον κοινωνικό έλεγχο, με την προσπάθεια δηλαδή να περισταλούν πάση θυσία οι αυτοκτονικές τάσεις του πληθυσμού. Κινούνται δηλαδή στο επίπεδο του συνόλου και όχι του ατόμου. Όταν για παράδειγμα η Εκκλησία καταδικάζει τον αυτόχειρα, δεν το πράττει για τον ίδιο, εφόσον έχει ήδη αφαιρέσει τη ζωή του, αλλά για να χαλιναγωγήσει τους πιστούς και να εμπεδώσει τον κανόνα «η ζωή πάση θυσία, η ζωή με κάθε κόστος, η ζωή ακόμη κι αν υποφέρεις, η ζωή ακόμη κι αν πεθάνεις ούτως ή άλλως μετά από μια βδομάδα, έναν μήνα, ένα χρόνο, μέσα σε αβάσταχτους πόνους». Τον κανόνα αυτό εξάλλου επιβάλλει και σε περιπτώσεις άμβλωσης, θεωρώντας ότι ακόμη κι όταν μια γυναίκα έχει πέσει θύμα ομαδικού βιασμού οφείλει να κυοφορήσει και να φέρει στον κόσμο τον καρπό ενός εγκλήματος. Ωστόσο, και μόνο η ιδέα ότι αποκλειστικός διαχειριστής του δικαιώματος στη ζωή ή το θάνατο είναι ο θεσμοποιημένος εκκλησιαστικός οργανισμός, με μία θεολογική ανθρωπολογία που επί αιώνες δεν έχει ανανεωθεί, ούτε βεβαίως έχει συντονιστεί με τις κοινωνικές εξελίξεις, είναι σήμερα ξεπερασμένη.
Δεν είναι σκοπός της παρούσας ανάλυσης να στηλιτευτεί επιλεκτικά η θέση της Εκκλησίας, μολονότι προξενεί αλγεινή εντύπωση πώς μια θρησκεία της αγάπης, της μετάνοιας και της συγχώρεσης τηρεί μια τόσο άτεγκτη στάση απέναντι στην ανθρώπινη αδυναμία, δηλαδή στην αδυναμία κάποιων ανθρώπων να συνεχίσουν τη ζωή τους. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι δυνατοί, μάλιστα οι ψυχολόγοι επιβεβαιώνουν ότι οι περισσότεροι είναι αδύναμοι ή έχουν πολλές αδυναμίες. Κανένας κοινωνικός ή νομικός κανόνας δεν μπορεί να αλλάξει αυτή την πραγματικότητα. Φιλοσοφώντας, μπορούμε να αναρωτηθούμε ποιος μας εφοδίασε με το ένστικτο επιβίωσης και αυτοσυντήρησης, που σύμφωνα με τους βιολόγους, είναι πολύ ισχυρότερο και από το σεξουαλικό ένστικτο ή το ένστικτο της μητρότητας; Αν δεχθούμε πως δεν ήταν μια εξελικτική διαδικασία υπεύθυνη για την ανάπτυξη του ενστίκτου αυτού, τότε θα πρέπει να ήταν ο Θεός, ο οποίος μέσα στην άφατη σοφία Του θα μπορούσε να είχε προβλέψει έτσι ώστε να μην είναι σε θέση ο άνθρωπος να ακυρώσει μόνος του το ένστικτο που τον κρατάει στη ζωή. Η βούληση του Θεού παραμένει ανοιχτή σε ερμηνείες από γενέσεως Κόσμου. Μια λοιπόν πιθανή ερμηνεία είναι και αυτή, κι ας μην είναι η κρατούσα από απόψεως θεολογικής.
Η Εκκλησία είναι τουλάχιστον σαφής, ξεκάθαρη και συνεπής στην καταδικαστική της στάση. Άλλοι φορείς εξουσίας και επιρροής είναι πολύ πιο νεφελώδεις στον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουν την αυτοκτονία. Το κράτος και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης δεν έχουν χαράξει κάποια συγκεκριμένη στρατηγική για τη διαχείριση της αύξησης των αυτοκτονιών έστω ως φαινομένου κρίσης που παρουσιάζει έξαρση. Οι συνέπειες της αυτοκτονίας, κοινωνικές και οικονομικές, πλήττουν τις τοπικές κοινωνίες αφήνοντας βαθιά τραύματα. Η είδηση για την κατά 40% αύξηση των αυτοκτονιών στη χώρα μας ήδη από το 2011, ενσπείρει το συλλογικό φόβο των πολιτών και μεγεθύνει τις ανασφάλειές τους σχετικά με το μέλλον. Δημιουργεί ψυχικό άλγος, απαισιοδοξία και συχνά θυμό, όλα δηλαδή τα αρνητικά συναισθήματα που μπορούν να οδηγήσουν άτομα και ομάδες σε έναν φαύλο κύκλο ψυχοσωματικών προβλημάτων, ανάμεσά τους και η μειωμένη παραγωγικότητα (που σίγουρα θα πρέπει να ενδιαφέρει το κράτος).
Οι ψυχολόγοι που δραστηριοποιούνται εθελοντικά στην τηλεφωνική γραμμή παρέμβασης για την αυτοκτονία εντοπίζουν την οικονομική κρίση και τα χρέη ως την κύρια αιτία για την οποία καλούν οι πάσχοντες. Αυτού του είδους η υποστήριξη είναι κρίσιμη γιατί ευαισθητοποιεί το κοινό για τα σύγχρονα ψυχικά προβλήματα που έχουν προκύψει από την οικονομική κρίση. Ωστόσο, είναι ανεπαρκής αν δεν συνδυαστεί με μια πανελλαδική ολομέτωπη καμπάνια ενημέρωσης που θα εστιάζει στα σχολεία, στις φυλακές, στα νοσοκομεία και στα γηροκομεία, με κεντρική οικονομική υποστήριξη από το Κράτος και με την συστηματική αρωγή φορέων του ιδιωτικού τομέα, Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, σωματείων, εμπορικών εταιρειών και επιστημονικών και επαγγελματικών ενώσεων.
Η αυτοκτονία, όπως και όλα τα υπόλοιπα κοινωνικά φαινόμενα, πυροδοτεί κοινωνικές εξελίξεις που δεν μπορούν να γίνουν άμεσα αντικείμενο παρατήρησης στο πεδίο της κοινωνικής δράσης. Αυτός είναι και ένας σοβαρότατος λόγος για τον οποίον οι κοινωνικοί επιστήμονες στη χώρα μας θα έπρεπε να προσεγγίσουν το θέμα με εμπειρικές έρευνες και με συντονισμένες διεπιστημονικές συνεργασίες. Η κοινωνιολογική έρευνα μπορεί να αποκαλύψει άγνωστες μέχρι σήμερα πτυχές, να εντοπίσει πιθανές λειτουργίες και δυσλειτουργίες στους σημερινούς τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος και να προτείνουν τις κατάλληλες θεσμικές αλλαγές σε επίπεδο κοινωνικής πολιτικής. Ποια είναι η στάση του πληθυσμού απέναντι στο δικαίωμα ενός ανθρώπου να ορίζει το σώμα του; Θα το αποκάλυπτε μια κοινωνιολογική έρευνα εθνικής εμβέλειας, με ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αρκετά εκτενές, ώστε να εκπροσωπούνται όλες οι μειονότητες, εθνικές, φυλετικές, θρησκευτικές και άλλες.
Έτσι, ο νομοθέτης δεν βαδίζει στα τυφλά. Η εμπειρική έρευνα αφαιρεί το μαντήλι που σκεπάζει τα μάτια της Θέμιδος. Η εμπειρικά διαπιστωμένη αλήθεια, η αλήθεια που προκύπτει μέσα από τις επιστημονικά παραδεδεγμένες και αξιόπιστες μεθόδους και διαδικασίες, προσδίδει κύρος και νομιμοποίηση στις νομοθετικές προπαρασκευαστικές διεργασίες.
Οι νομοθέτες οφείλουν να αξιοποιήσουν τα πορίσματα των κοινωνιολογικών αυτών ερευνών και να θεσπίσουν μια σειρά από μέτρα. Κατά τη γνώμη μας, έχουν ωριμάσει οι συνθήκες να κατοχυρώσουν πλήρως το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του ανθρώπινου σώματος:
(α) μέσα από την αποποινικοποίηση της υποβοηθούμενης ευθανασίας σε περιπτώσεις μη αναστρέψιμων και ανίατων ασθενειών, που θα βοηθήσει να αφαιρεθεί σταδιακά το κοινωνικό στίγμα της αυτοκτονίας και της απόπειρας αυτοκτονίας,
(β) με την αναγνώριση δικαιώματος ταφής του σώματος του αυτόχειρα ανάλογα με τους κανόνες του θρησκεύματός του ή ανάλογα με τις επιθυμίες του (αν είχε πχ εκφράσει στη διαθήκη του την επιθυμία να αποτεφρωθεί)
(γ) με τη θεσμοθέτηση πρόσθετου κοινωνικού επιδόματος σε οικογένειες χαμηλής εισοδηματικής τάξης όπου ο αυτόχειρας αυτοκτόνησε για οικονομικούς λόγους.
Γνώση και κατανόηση είναι απαραίτητες για την παροχή επαγγελματικής φροντίδας σε μια πραγματικά δύσκολη και απαιτητική ομάδα ατόμων όπως αυτή των ανθρώπων που έχουν ήδη αποπειραθεί να αυτοκτονήσουν ή έχουν έντονο αυτοκτονικό ιδεασμό. Όμως εξίσου απαραίτητη προβάλλει σήμερα η ανάγκη ο νομοθέτης να θεσπίσει ρηξικέλευθες ρυθμίσεις στο θέμα της παθητικής ευθανασίας και της αυτοκτονίας. Στην κοινωνιολογία του δικαίου γίνεται αξιωματικά δεκτό ότι ο νομοθέτης επιτυγχάνει πολύ περισσότερα όταν δρα προληπτικά παρά όταν εκ των υστέρων παρεμβαίνει για να ρυθμίσει μια ήδη διαμορφωμένη κατάσταση. Η προληπτική αυτή δράση προϋποθέτει τόλμη (ή έστω αδιαφορία απέναντι στο πολιτικό κόστος της όποιας νέας νομοθετικής ρύθμισης) και ειδικές γνώσεις.
Εφόσον τα νομοθετικά σώματα αδρανήσουν, πιστεύοντας ότι το πρόβλημα της αυτοκτονίας θα αυτορρυθμιστεί, θα συνεχίσει να γιγαντώνεται μια κουλτούρα που θυσιάζει καθημερινά το Άτομο στο βωμό της Ομάδας. Το Δίκαιο παράγεται προκειμένου να καλύψει τις κοινωνικές και άλλες ανάγκες των ανθρώπων. Ο σκοπός της ρύθμισης είναι να προστατευθεί η οικογένεια του αυτόχειρα και να συνεχιστεί ομαλά και ανεμπόδιστα η κοινωνική ζωή των μελών της μετά το τραυματικό γεγονός της απώλειας λόγω αυτοκτονίας. Ποιος έχει ή θα μπορούσε να έχει αντίθετο έννομο συμφέρον; Άτομα και ομάδες που απαξιώνουν την πράξη της αυτοκτονίας; Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, μπορούν όσοι θεωρούν την αυτοκτονία έγκλημα να το δηλώνουν δημόσια και να το διακηρύττουν με κάθε μέσο. Αλλά σε ένα κοσμικό κράτος δικαίου, είναι αδιανόητο η καταδικαστική στάση μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιφανών εκπροσώπων της, να αποτελεί εμπόδιο στη νομοθετική παραγωγή και στην πορεία του Δικαίου προς την εκλογίκευση μέσω της διασφάλισης μιας ολοκληρωμένης δεσμίδας ατομικών δικαιωμάτων.
Ο ιδιοφυής άγγλος μαθηματικός Alan Turing, ο πατέρας της σύγχρονης επιστήμης των υπολογιστών, υπήρξε για πολλούς ο πιο σημαντικός επιστήμονας του 20ου αιώνα και έγινε πιο γνωστός στις μεταπολεμικές γενιές ως ο άνθρωπος που αποκρυπτογράφησε το 1943 τον «Κωδικό Αίνιγμα» των Ναζί. To 1952 ο Turing ομολόγησε ότι διατηρούσε σεξουαλική σχέση με έναν άλλον άνδρα και καταδικάστηκε τότε για «ακόλαστες πράξεις». Βάσει του ποινικού κώδικα, η ποινή ήταν 18 μήνες φυλάκιση ή να υποστεί «χημική στείρωση», δηλαδή ενέσεις οιστρογόνου, που είχαν φοβερές παρενέργειες όπως αύξηση των μαστών. O Turing επέλεξε το δεύτερο. Το καλοκαίρι του 1954, μη αντέχοντας άλλο τον σωματικό πόνο και τον δημόσιο εξευτελισμό, αυτοκτόνησε καταπίνοντας ένα μήλο βουτηγμένο στο κυάνιο. Ήταν 42 ετών. Η ομοφυλοφιλία αποποινικοποιήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία 13 χρόνια αργότερα.
Το παράδειγμα του Turing καταδεικνύει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο πώς ένας ανώριμος και ατελής νομικός πολιτισμός μπορεί να θυματοποιήσει έναν λαμπρό επιστήμονα, στο αποκορύφωμα της δημιουργικότητάς του, αποστερώντας έτσι από την παγκόσμια κοινότητα όλες τις ευεργετικές για την ανθρωπότητα ιδέες και καινοτομίες του. Τον Turing δεν τον σκότωσαν οι επιλογές του και οι σεξουαλικές του προτιμήσεις, αλλά οι αφύσικα άτεγκτοι νόμοι της εποχής του. Όταν η νομοθεσία δεν προστατεύει τον άνθρωπο και όταν δεν είναι προσανατολισμένη προς την εξυπηρέτηση των αναγκών του, παράγει πάντοτε στρεβλώσεις και ανεπιθύμητα για την κοινωνία αποτελέσματα.
1 Στο παρόν άρθρο εκφράζονται καθαρά προσωπικές απόψεις, που δεν αντανακλούν τη στάση ή τη θέση του πανεπιστημιακού ιδρύματος στο οποίο διδάσκω, ούτε τις απόψεις των συναδέλφων μου νομικών. Εκφράζω και δημόσια την ευγνωμοσύνη μου που σε μια εποχή τέτοιας βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής και θεσμικής κρίσης, όσοι διδάσκουμε στα δημόσια ΑΕΙ της χώρας διατηρούμε το δικαίωμα να σκεπτόμαστε ελεύθερα και χωρίς καμία απόπειρα χειραγώγησης εκ μέρους ατόμων ή ομάδων.
2 Βλ. Émile Durkeim (1897/1952) Suicide (London, UK: Routledge and Kegan Paul).
3 Ο παθολόγος Jack Kevorkian υπήρξε ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του δικαιώματος της υποβοηθούμενης ευθανασίας. Ο ίδιος υποστήριξε ότι κατά το χρονικό διάστημα 1990-1998 βοήθησε τουλάχιστον 130 ασθενείς του να θέσουν ένα ειρηνικό τέρμα στη ζωή τους. Καταδικάστηκε για δολοφονία εκ προθέσεως σε ποινή κάθειρξης 10-25 ετών, εκτίοντας τελικά οκτώ χρόνια μέχρι την υπό όρους αποφυλάκισή του το 2007.
4 http://www.naftemporiki.gr/story/742187/belgio-egkrithike-o-nomos-gia-tin-euthanasia-anilikon
5 Ο ιδρυτής του σύγχρονου Ωφελιμισμού Jeremy Bentham (1748-1832) κατέταξε τον ανθρώπινο πόνο σε 12 κατηγορίες και την ηδονή σε 14 κατηγορίες (hedonistic or felicific calculus). Βασικός άξονας της σκέψης του ήταν ότι η ανθρώπινη φύση έχει σαν λόγο ύπαρξης τη μεγιστοποίηση της ηδονής και την ελαχιστοποίηση του πόνου. Υποστήριξε μάλιστα ότι οποιοσδήποτε προκαλεί πόνο σε πλάσμα που μπορεί να αισθανθεί πόνο (άρα και στα ζώα) πρέπει να τιμωρείται με νόμο του κράτους. Για τον Bentham, η νομοθετική ρύθμιση είναι κρίσιμη για να εξασφαλίζει τη μέγιστη ευχαρίστηση και τον ελάχιστο βαθμό πόνου για τον μέγιστο δυνατό αριθμό ατόμων.
6 Ευχαριστώ τον συνάδελφο Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, επίκ. καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου (Νομική Σχολή ΑΠΘ) για την άποψη αυτή και γενικότερα για τις συζητήσεις μας πάνω σε νομικά ζητήματα που εγείρουν ηθικό-θεολογικό προβληματισμό.
7 Βλ. Francis Bacon, “Of the proficience and advancement of learning, divine and humane” (αγγλικός τίτλος, κείμενο στα Λατινικά, που δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο το 1605 από τον H. Tomes). Για μια πιο πρόσφατη έκδοση, δες The Advancement of Learning (Oxford University Press 2000).
8 Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό British Journal of Psychiatry, πάνω από 10.000 αυτοκτονίες που θα μπορούσαν να αποφευχθούν σημειώθηκαν κατά τα πρώτα δύο χρόνια της οικονομικής ύφεσης στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Βλ. http://www.newstatesman.com/sci-tech/2014/06/study-finds-great-recession-linked-more-10000-extra-suicides-eu-and-us
9 Η αυτοκτονία και η απόπειρα αυτοκτονίας παραμένουν αξιόποινες πράξεις στις περισσότερες ισλαμικές χώρες. Πρέπει βέβαια να ληφθεί υπόψη ότι ο ισλαμικός νόμος (S’haria) δεν επιτρέπει διαχωρισμό μεταξύ ιδιωτικών θρησκευτικών πεποιθήσεων και δημόσιας ζωής. Στη χριστιανική Δύση, η κλασική τιμωρία για την απόπειρα αυτοκτονίας ήταν η αμιγώς θρησκευτική ποινή του ‘αφορισμού’, δηλ. της αποκοπής από το σώμα των πιστών της Εκκλησίας.
Της
Ασπασίας Ι. Τσαούση
Επίκ. Καθηγήτριας Κοινωνιολογίας του Δικαίου
Νομική Σχολή ΑΠΘ