Εισαγωγή
Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ένα σύνθετο και συχνά «αθέατο» έγκλημα, καθώς τελείται χωρίς μάρτυρες και μέσα σε περιβάλλον φόβου ή εξάρτησης, που αποθαρρύνει το θύμα από άμεση καταγγελία. Η απόδειξή της γίνεται ακόμη δυσκολότερη, αφού το θύμα βρίσκεται συχνά σε ψυχολογική, οικονομική ή συναισθηματική εξάρτηση, γεγονός που δυσχεραίνει την αναζήτηση βοήθειας. Επιπλέον, ο φόβος για κλιμάκωση της βίας ή αντίποινα ενισχύει τη σιωπή, καθυστερώντας τη δικαστική διεκδίκηση και την ενεργοποίηση των μηχανισμών προστασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη αποκτά καίρια σημασία, καθώς τεκμηριώνει τη σωματική βλάβη, προσδιορίζει τον χρόνο εμφάνισής της και τη συνδέει με τα καταγγελλόμενα περιστατικά, λειτουργώντας ως «γέφυρα» ανάμεσα στην καταγγελία και τα αποδεικτικά στοιχεία. Ωστόσο, η εφαρμογή της συχνά συναντά δυσκολίες, όπως καθυστερήσεις στις εξετάσεις, ανεπαρκή φωτογραφική τεκμηρίωση, έλλειψη εξειδικευμένων πρωτοκόλλων για μορφές κακοποίησης και περιορισμένη διαθεσιμότητα ιατροδικαστών, ιδιαίτερα στην περιφέρεια, παράγοντες που μειώνουν την αποδεικτική αξία των ευρημάτων.
- Νομικό πλαίσιο και αποδεικτικά μέσα
Ο νόμος, Ν. 3500/2006, περί ενδοοικογενειακής βίας, πλαισιώνει και ρυθμίζει τις διάφορες μορφές κακοποίησης, σωματικής, ψυχολογικής, λεκτικής και σεξουαλικής, εξειδικεύοντας παράλληλα τις αντίστοιχες ποινικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Στο πλαίσιο αυτό, η σωματική βία, αποτελεί βασικό αντικείμενο ιατροδικαστικής τεκμηρίωσης, καθώς μπορεί να αφορά τόσο απλές βλάβες όσο και επικίνδυνες και βαριές σωματικές βλάβες σύμφωνα με τα άρθρα 308 – 310 ΠΚ. Η ιατροδικαστική έκθεση, επομένως, δεν περιορίζεται μόνο σε έναν απλό καταγραφικό ρόλο αποτελεί συχνά το κυριότερο αποδεικτικό μέσο, ιδιαίτερα όταν οι ισχυρισμοί των διαδίκων παρουσιάζουν αντιφάσεις. Το δικαστήριο, από την πλευρά του, έχει την ελευθερία να αξιολογεί την ιατροδικαστική έκθεση, όπως όλα τα αποδεικτικά μέσα, παρόλο που η επιστημονική της βαρύτητα συχνά ασκεί καθοριστική επίδραση στην απόδειξη της αλήθειας. Παράλληλα, η έκθεση αυτή, μπορεί να καθορίσει την επιβολή περιοριστικών μέτρων σε βάρος του δράστη, ενισχύοντας έτσι την προστασία του θύματος και την αποτελεσματικότητα της ποινικής διαδικασίας.
- Η ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας
3.1. Σκοπός και λειτουργία της ιατροδικαστικής εξέτασης
Ο ιατροδικαστής καλείται να εξετάσει το θύμα σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά το περιστατικό, με σκοπό την αντικειμενική καταγραφή των κακώσεων, τον χρονικό προσδιορισμό τους, τη συσχέτισή τους με τον περιγραφόμενο τρόπο επίθεσης καθώς και την αξιολόγηση τυχόν ενδεχόμενης επικινδυνότητας ή πιθανής υποτροπής. Η ιατροδικαστική έκθεση, η οποία συνοδεύεται σχεδόν πάντα και από φωτογραφικό υλικό, λειτουργεί ως κρίσιμο αποδεικτικό μέσο στην ποινική διαδικασία και ταυτόχρονα ως βασικό εργαλείο για την άμεση προστασία του θύματος. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται και η λήψη μέτρων προφύλαξης του θύματος, όπως η έκδοση ασφαλιστικών μέτρων, η απομάκρυνση του δράστη από την οικία ή ακόμη και η έκδοση εισαγγελικής εντολής προστασίας (συχνότερο για ανήλικα θύματα).
3.2. Η σημασία της χρονικής εγγύτητας
Ο χρόνος εξέτασης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα, καθώς μία κάκωση που εξετάζεται την ίδια ημέρα μπορεί να παρουσιάζει έντονο ερύθημα, καθαρό οίδημα, φρέσκο εκχύμωμα και εμφανή σημάδια πάλης. Τα στοιχεία αυτά, όμως, μέσα σε 24 -48 ώρες ενδέχεται να αλλοιωθούν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δυσχεραίνεται ουσιαστικά η ακριβής ερμηνεία τους. Επομένως, η τυχόν καθυστέρηση στη διενέργεια της ιατροδικαστικής εξέτασης, ιδίως σε περιοχές όπου παρατηρείται έλλειψη διαθέσιμων ιατροδικαστών, συχνά έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται σημαντικά η αποδεικτική αξία της πραγματογνωμοσύνης.
3.3. Φωτογραφική τεκμηρίωση και συμπληρωματικές μαρτυρίες
Η αναλυτική φωτογραφική τεκμηρίωση αποτελεί θεμέλιο της αξιοπιστίας κάθε ιατροδικαστικής εξέτασης. Σε αρκετές βέβαια περιπτώσεις, οι ιατροδικαστικές εκθέσεις παραμένουν αρκετά «λιτές», χωρίς επαρκείς φωτογραφίες ή αναλυτική περιγραφή κάθε κάκωσης. Παράλληλα, σημαντική είναι και η ύπαρξη ιατρικού πιστοποιητικού από κάποιο νοσοκομείο ή ιδιώτη ιατρό, το οποίο μπορεί να προηγείται της ιατροδικαστικής εξέτασης και να λειτουργήσει ως συμπληρωματικό αποδεικτικό μέσο, ιδίως αν η ιατροδικαστική εξέταση έχει γίνει καθυστερημένα.
- Ζητήματα αξιοπιστίας και αποδεικτικής βαρύτητας
4.1. Όταν οι κακώσεις είναι ελάχιστες ή μη ορατές
Η ενδοοικογενειακή βία δεν αφήνει πάντα εμφανή εξωτερικά σημάδια. Πολλά θύματα υφίστανται μορφές κακοποίησης που δεν προκαλούν εμφανείς κακώσεις, όπως πιέσεις, απότομες ωθήσεις ή στραγγαλισμό χωρίς εκδορές. Ο στραγγαλισμός μπορεί να μην αφήνει εμφανείς εκδορές ή μώλωπες, ανάλογα με την ένταση, τη διάρκεια και τον τρόπο άσκησης της πίεσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα κύρια σημάδια είναι υποκειμενικά, όπως δυσκολία στην αναπνοή, πόνος στο λαιμό, ζάλη ή αλλαγή στη φωνή, γεγονός που καθιστά απαραίτητη την προσεκτική αξιολόγηση κάθε στοιχείου από τον ιατροδικαστή. Ακόμη και μία ιατροδικαστική έκθεση, λοιπόν, που καταγράφει «ουδεμία κάκωση» δεν αναιρεί την πιθανότητα κακοποίησης. Ο δικαστής οφείλει να αξιολογεί συνολικά τα αποδεικτικά στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη μαρτυρίες, την συμπεριφορά δράστη και του θύματος, καθώς και τις ψυχολογικές επιπτώσεις της βίας.
4.2. Ασύμβατες κακώσεις και αντιφατικοί ισχυρισμοί
Σημαντικό στοιχείο είναι η εξαγωγή συμπεράσματος ως προς το εάν οι κακώσεις ταιριάζουν με το περιγραφόμενο από το θύμα ή τον δράστη περιστατικό. «Ασύμβατη κάκωση» μπορεί να υποδεικνύει ένδειξη ψευδούς ισχυρισμού ή, αντίστροφα, απόπειρα υποβάθμισης της βίας από τον δράστη.
4.3. Ελλείψεις στις πραγματογνωμοσύνες
Συχνά παρατηρούνται ελλείψεις στις ιατροδικαστικές εκθέσεις, όπως ανεπαρκής φωτογραφική τεκμηρίωση, ασαφείς περιγραφές κακώσεων χωρίς αναφορά σε θέση, μέγεθος ή χρώμα, απουσία εκτίμησης της ηλικίας των τραυμάτων και μη συσχέτιση των ευρημάτων με τα ερωτήματα της πραγματογνωμοσύνης. Τέτοια κενά μειώνουν σημαντικά την αποδεικτική ισχύ των καταγγελιών κακοποίησης και δυσχεραίνουν την ορθή αξιολόγηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας.
- Δικαιώματα και υποχρεώσεις του ιατροδικαστή
Ο ιατροδικαστής, ως διορισμένος πραγματογνώμονας, οφείλει να ενεργεί με απόλυτη αντικειμενικότητα, να ανταποκρίνεται άμεσα, να τεκμηριώνει πλήρως τα ευρήματα και να παρέχει σαφείς απαντήσεις στα ερωτήματα της εισαγγελικής αρχής, ενώ παράλληλα υπέχει ποινική ευθύνη για ψευδή πραγματογνωμοσύνη, πειθαρχική ευθύνη ως δημόσιος λειτουργός και ενδεχόμενη αστική ευθύνη σε περιπτώσεις βαριάς αμέλειας. Μια πρόχειρη, ελλιπής ή καθυστερημένη έκθεση μπορεί να αποδυναμώσει ή και να οδηγήσει σε κατάρρευση την ποινική δίωξη, αφήνοντας την κακοποίηση ατιμώρητη και κλονίζοντας την εμπιστοσύνη των θυμάτων στη Δικαιοσύνη.
- Ο ρόλος του δικηγόρου στην τεκμηρίωση
Στην αντιμετώπιση περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, ο δικηγόρος διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην καθοδήγηση του θύματος, διασφαλίζοντας τόσο την νομική προστασία όσο και την αποδεικτική ισχύ των στοιχείων. Οι βασικές οδηγίες περιλαμβάνουν την καταγραφή κάθε επεισοδίου βίας με αναφορά σε ημερομηνίες, ώρες, λεπτομερή περιγραφή γεγονότων και τυχόν παρόντες μάρτυρες, καθώς και τη διατήρηση αποδεικτικών στοιχείων, όπως φωτογραφίες τραυμάτων, ιατρικές εξετάσεις, ηλεκτρονική αλληλογραφία και μηνύματα. Παράλληλα, συνιστάται η άμεση ιατρική ή ιατροδικαστική εξέταση για την τεκμηρίωση της φύσης και της σοβαρότητας των κακώσεων, η αποφυγή αλλοίωσης στοιχείων που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την υπόθεση και η στενή συνεργασία με τις αρχές για την κατάθεση μήνυσης, την υποβολή αίτησης για ασφαλιστικά μέτρα και τη διασφάλιση των νομικών προθεσμιών. Ταυτόχρονα, ενθαρρύνεται η πρόσβαση σε ψυχολογική και κοινωνική υποστήριξη για την αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων της βίας. Η τήρηση αυτών των οδηγιών συμβάλλει στην ενίσχυση της αποδεικτικής αξίας των στοιχείων και στη διασφάλιση της αποτελεσματικής νομικής προστασίας του θύματος.
Ο δικηγόρος οφείλει, επίσης, να ελέγξει προσεκτικά την ιατροδικαστική έκθεση, διασφαλίζοντας ότι οι περιγραφές και οι φωτογραφίες είναι πλήρεις, ότι υπάρχει σαφής σύνδεση των κακώσεων με τους ισχυρισμούς του θύματος και ότι δεν προκύπτει ανάγκη για συμπληρωματική εξέταση. Ταυτόχρονα, πρέπει να αξιολογήσει κα κατά πόσο η τυχόν καθυστέρηση στην εξέταση μπορεί να έχει επηρεάσει την αξιοπιστία των ευρημάτων, προκειμένου να διασφαλιστεί η ακρίβεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο δικηγόρος έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει το αποδεικτικό υλικό ζητώντας νέα πραγματογνωμοσύνη, συμπληρωματική γνωμοδότηση, εξέταση από άλλον ιατροδικαστή ή στις περιπτώσεις ψυχολογικής κακοποίησης, αξιολόγηση από πραγματογνώμονα ψυχολόγο. Οι ενέργειες αυτές καλύπτουν ενδεχόμενα κενά, διορθώνουν ελλείψεις και ενισχύουν συνολικά την αποδεικτική ισχύ της υπόθεσης, συμβάλλοντας καθοριστικά στην αποτελεσματική νομική προστασία του θύματος.
- Προτάσεις βελτίωσης του συστήματος
Η ενίσχυση της ιατροδικαστικής διαδικασίας σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας απαιτεί ολοκληρωμένη προσέγγιση, η οποία εξασφαλίζει άμεση πρόσβαση του θύματος σε ιατροδικαστική αξιολόγηση, την εφαρμογή εξειδικευμένων πρωτοκόλλων και την υποχρεωτική φωτογραφική τεκμηρίωση με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Απαιτείται, επίσης, συστηματική εκπαίδευση της αστυνομίας και των επαγγελματιών υγείας για τη διατήρηση κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων, η συνεργασία με ψυχιατρικές υπηρεσίες για την καταγραφή των ψυχολογικών συνεπειών. Επίσης, είναι αναγκαία και η δημιουργία εξειδικευμένων μονάδων για την αντιμετώπιση της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας. Τέλος, η ψηφιακή καταγραφή και η ασφαλής αποθήκευση των ευρημάτων, ενισχύει σημαντικά την αξιοπιστία, τη διαφάνεια και τη διαλειτουργικότητα της συνολικής διαδικασίας.
- Συμπεράσματα
Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί μία αρκετά σοβαρή πρόκληση για την ποινική δικαιοσύνη, καθώς απαιτεί γρήγορη, ευαίσθητη και συνάμα επιστημονικά τεκμηριωμένη αντιμετώπιση. Η ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη, στον πυρήνα της αποδεικτικής διαδικασίας, μπορεί να καθορίσει την άσκηση ποινικής δίωξης και την τελική καταδίκη του δράστη. Η αξιοπιστία της, όμως εξαρτάται από την ταχύτητα της εξέτασης, την σωστή μεθοδολογία καθώς και την ολοκληρωμένη τεκμηρίωσης της. Ο δικηγόρος, οφείλει να γνωρίζει τις δυνατότητες και τα όρια της ιατροδικαστικής επιστήμης, να εντοπίζει ελλείψεις και να διεκδικεί την πληρότητα και την ακρίβεια της διαδικασίας, για την προστασία του θύματος. Τόσο η ενίσχυση των ιατροδικαστικών υπηρεσιών, όσο και η υιοθέτηση σύγχρονων πρωτοκόλλων και η αποτελεσματική συνεργασία των φορέων είναι αρκετά κρίσιμες προϋποθέσεις για ένα σύγχρονο και δίκαιο σύστημα προστασίας των θυμάτων.
Ασπασία Χ. Γκόγκου Ι Δικηγόρος
MSc Σύγχρονες Ιατρικές Πράξεις: Δικαιϊκή Ρύθμιση και Βιοηθική Διάσταση
MSc Ιατροδικαστική – Ψυχιατροδικαστική Ι M: agkogkou.law@gmail.com

