Η δεκαετία που ζούμε αποτελεί την πιο κρίσιμη περίοδο για το κλίμα και το περιβάλλον. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα, τα κράτη πρέπει να μειώσουν τις εκπομπές κατά το ήμισυ, έως το τέλος αυτής της δεκαετίας, προκειμένου να πετύχουν τον
στόχο της συμφωνίας του Παρισίου για περιορισμό της θερμοκρασία στον 1,5°C.
Ιστορικό
Στις 29 Μαρτίου 2023 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ψήφισε ομόφωνα την απόφαση να ζητήσει από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης γνωμοδότηση σχετικά με τις υποχρεώσεις των κρατών απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Η πρωτοβουλία αυτή ξεκίνησε από το Βενουάτου, ένα μικρό νησιωτικό κράτος του Ειρηνικού, το οποίο απειλείται από την άνοδο της στάθμης των ωκεανών και αποτέλεσε την έναρξη μιας σημαντικής διαδικασίας για την εξέλιξη του διεθνούς δικαίου του περιβάλλοντος και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τα δύο βασικά ερωτήματά που τέθηκαν στο δικαστήριο, αφορούν τις υποχρεώσεις των κρατών βάσει του διεθνούς δικαίου για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την προστασία του περιβάλλοντος από τις εκπομπές του αερίων του θερμοκηπίου καθώς
επίσης και τις οι νομικές συνέπειες της αποτυχίας των κρατών να τηρήσουν αυτές τις υποχρεώσεις, κυρίως σε σχέση με τα δικαιώματα των ανθρώπων που έχουν πληγεί από την κλιματική αλλαγή.
Όπως είναι λογικό, η επερχόμενη Γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου για την κλιματική αλλαγή έχει προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον. Και αυτό γιατί αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία να αποσαφηνιστούν οι νομικές υποχρεώσεις των κρατών και αναμένεται να ασκήσει θετική επιρροή στον συντονισμό της παγκόσμιας κλιματικής δικαιοσύνης και την εξέλιξή της διεθνούς νομολογίας για το κλίμα.
Νομικό πλαίσιο της Υποχρέωσης των Κρατών απέναντι στην προστασία του περιβάλλοντος.
Η ανάγκη παροχής συμβουλευτικής γνώμης για την κλιματική αλλαγή, επικεντρώνεται στην απαίτηση ερμηνείας των υποχρεώσεων των κρατών, όπως αυτές απορρέουν από την Συμφωνία του Παρισίου και την Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών.
Αυτές οι συμφωνίες ορίζουν στα κράτη συγκεκριμένες υποχρεώσεις, προκειμένου να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή. Το πεδίο εφαρμογής των κρατικών υποχρεώσεων επιπλέον συνδυάζει και άλλα νομικά πλαίσια άλλων νομικών πράξεων. Για παράδειγμα ο Χάρτης των Ηνωμένων
Εθνών, θεσπίζει τις αρχές της διεθνούς συνεργασίας, ειρήνης και ασφάλειας. Τα Διεθνή Σύμφωνα για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα(ICCPR) και τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα(ICESCR), προστατεύουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων στην ζωή, την υγεία και ένα επαρκές βιοτικό επίπεδο.
Η ερμηνεία όλων αυτών, οφείλει να απαντήσει στο κατά πόσον η κλιματική αλλαγή υπονομεύει τα δικαιώματα και πως τα κράτη πρέπει να ενεργούν ατομικά αλλά και συλλογικά για την πρόληψη τέτοιων παραβιάσεων, δεδομένης της απειλής που συνιστά η κλιματική επιδείνωση, για την διεθνή ειρήνη και την παγκόσμια ασφάλεια.
Μια σημαντική ευκαιρία προώθησης της κλιματικής δικαιοσύνης.
Παρά το γεγονός ότι οι γνωμοδοτήσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης δεν έχουν δεσμευτική ισχύ, φέρουν ωστόσο μεγάλο νομικό βάρος αλλά και ηθικό κύρος, καθώς το ΔΔ, αποτελεί το κύριο δικαστικό όργανο του ΟΗΕ αλλά και το πλέον ισχυρό εξειδικευμένο νομικό όργανο, που δεν είχε ποτέ ξανά άλλοτε την ευκαιρία να διευκρινίσει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια σταθερή βάση για τον έλεγχο της κρατικής δράσης αλλά και να αποτελέσει την απαρχή για μελλοντικές νομικές αξιώσεις, να ενισχύσει τις διεθνείς συνομιλίες των εθνών για το κλίμα ή ακόμη και να ενισχύσει την έμπνευση για νέες διεθνείς συνθήκες.
Η αναγκαιότητα μιας τέτοιας γνωμοδότησης βρίσκει έρεισμα καταρχήν στην πλούσια νομολογία που έχει ήδη αναπτυχθεί παγκοσμίως και που έχει συμβάλλει στην σύνδεση της κλιματικής αλλαγής με τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, οι κλιματικές διαφορές συχνά περιστρέφονται γύρω από το ερώτημα για το εάν τα κράτη μπορούν να θεωρηθούν υπόλογα για την συμβολή τους στην κλιματική αλλαγή και την αδυναμία τους να προστατεύσουν επαρκώς
τις ευάλωτες κοινότητες. Ως εκ τούτου η παροχή μια ισχυρής νομικά καθοδήγησης θα μπορούσε να ασκήσει θετική επιρροή στα διεθνή δικαστήρια, να θέσει τα θεμέλια για ενισχυμένη λογοδοσία των κρατών σε μελλοντικές νομικές διαφορές που σχετίζονται με τις
επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Πλήθος εθνικών δικαστηρίων έχουν επιληφθεί υποθέσεων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, κατ’επίκληση των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου, όπως της αρχής της πρόληψης περιβαλλοντικής βλάβης, της αρχής της προφύλαξης, καθώς και των αρχών της συμμετοχής και της ενημέρωσης των πολιτών σε περιβαλλοντικά ζητήματα. Οι αρχές αυτές αξιοποιούνται, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν στο πεδίο της κλιματικής πολιτικής, η κρατική
δράση/αδράνεια, συνιστά περιβαλλοντική προσβολή. Υπό αυτό το δεδομένο, μπορεί να παρασχεθεί ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο, δίνοντας την δυνατότητα στα εθνικά δικαστήρια να ενεργούν σύμφωνα με τους διεθνείς νομικούς κανόνες και -γιατί όχι- να μπορούν να ερμηνεύσουν αυστηρότερα την εσωτερική τους νομοθεσία, ενισχύοντας την νομική βάση για αξιώσεις σε υποθέσεις που σχετίζονται με την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Επιπλέον τα εθνικά δικαστήρια κατ’ ερμηνεία της γνωμοδότησης του ΔΔΧ θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην άσκηση συντεταγμένης πίεσης για περισσότερο φιλόδοξες πολίτικες μεταρρυθμίσεις σε νομοθετικό επίπεδο και συνακόλουθα να τεθούν υπό αμφισβήτηση πολιτικές και νομοθετήματα που υπονομεύουν τις διεθνείς δεσμεύσεις για το κλίμα και δεν ευθυγραμμίζονται με τους παγκόσμιους κλιματικούς στόχους.
Συμπέρασμα
Μετά το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας (ITLOS), το οποίο ήταν το πρώτο που εξέδωσε γνωμοδότηση αναφορικά με την συμβολή των εκπομπών αερίων στην θαλάσσια ρύπανση, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, φέρει την ιστορική ευθύνη να κάνει ένα άλμα διπλωματίας, και να ανταποκριθεί ουσιαστικά σε αυτή την μεγαλειώδη
εκστρατεία της νέας γενιάς.
Νέοι από την Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική και την Αμερική, αποτέλεσαν το κομβικό πυρήνα δράσης, προκειμένου να πείσουν τους παγκόσμιους ηγέτες να απευθυνθούν στο Δικαστήριο. Στην Χάγη, πριν την έναρξη των ακροάσεων, διοργάνωσαν μια συγκινητική τελετή έναρξης, απευθύνοντας μια ισχυρή έκκληση για κλιματική δικαιοσύνη και την ανάγκη ύπαρξης μιας προοδευτικής γνωμοδότησης με θετική επίδραση στην παγκόσμια κοινότητα. Δεν είναι μόνο η παγκόσμια εμβέλεια της υπόθεσης που από μόνη της υποδηλώνει την σημασία της, αλλά και ο αντίκτυπος του αποτελέσματος στην πορεία των παγκόσμιων δικαστικών διαφορών για το κλίμα, για μια πιο ισχυρή και δίκαιη αντίδραση απέναντι στην δυσανάλογη περιβαλλοντική επιβάρυνση των λαών και στην ευρύτερη κλιματική κρίση.
Νινέττα Σερέτη I Δικηγόρος,
Υπ. Διδάκτωρ/LLM Δημοσίου Δικαίου Νομικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α.