Προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος Ι άρθρο του Αντώνη Π. Αργυρού

Απαραίτητος πλέον ο προληπτικός έλεγχος συνταγματικότητας των Νόμων και των «interna corporis».

Share

ΑΝΤΩΝΗΣ Π.ΑΡΓΥΡΟΣ

 1.Η αρχή του Κράτους Δικαίου (άρθρα 1 παρ 3, 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ Ολομέλεια 1738/2017, ΣτΕ 732/2019 επτ., 2669/2022, 1056­1058/2020 κ.ά.)επιβάλλει την καλή νομοθέτηση[1] και τον πολιτικό έλεγχο συνταγματικότητος των νόμων(από τον ΠτΔ3[2] και την Βουλή[3]). Άλλωστε κατά το άρθρο 1 παρ 3 του Συντάγματος, όλες οι εξουσίες πρέπει να ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα. Συνεπώς δεν είναι επιτρεπτή η αντίθετη με το Σύνταγμα νομοθέτηση[4].

Η καλή νομοθέτηση[5] συνδέεται με τις αρχές του κράτους δικαίου και της διαφάνειας[6].

Προς διασφάλιση του σκοπού της καλής νομοθέτησης, διατάξεις του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής ρυθμίζουν τα  επιμέρους ζητήματα σχετικά με τη νομοπαρασκευαστική και νομοθετική διαδικασία και θέτουν ορισμένους κανόνες που πρέπει να ακολουθούνται κατά τη σύνταξη, κατάθεση και ψήφιση ενός νομοσχεδίου ή μίας τροπολογίας (βλ. άρθρα 74, 75 του Συντάγματος και τα άρθρα 85, 87, 88 και 101 του Κανονισμού της Βουλής).

Σύμφωνα με το άρθρο 95, παρ. 1, περ. δ του Συντάγματος, εισάγεται η υποχρέωση σύνταξης πρακτικού επεξεργασίας πριν την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Το άρθρο 65, παρ. 5 του Συντάγματος, αναφέρεται στη σύσταση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 74, παρ. 1, αναλαμβάνει τη νομοτεχνική επεξεργασία των νομοσχεδίων και των προτάσεων νόμων. Λόγω της φύσεως του ελέγχου, ως συμβουλευτικού, αυτονόητα δεν υφίσταται νομική δεσμευτικότητα της γνωμοδοτικής κρίσης του οργάνου και εδώ θα μπορούσε να προβλεφθεί με την Αναθεώρηση  η υποχρεωτικότητα της γνωμοδότησης ή ακόμα  καλύτερα ο προληπτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από το ΣτΕ ,άλλωστε το Σύνταγμα προβλέπει στο άρθρο 43 ότι η Βουλή παρέχει εξουσιοδότηση στη Διοίκηση για την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων τα οποία πριν να σταλούν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας διαβιβάζονται υποχρεωτικά, ως σχέδια, προς έλεγχο νομιμότητας στο ΣτΕ, το οποίο σε πρακτικό διατυπώνει τις παρατηρήσεις του.

Ο ν. 4622/2019 ρυθμίζει, μέσω των άρθρων 57 έως 64, ζητήματα νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας και καλής νομοθέτησης κατά τρόπο ελλιπή κατά την άποψη μου.

  1. Τον ρόλο του κατασταλτικού ελέγχου συνταγματικότητος που πρέπει να διατηρηθεί ως έχει, έχουν αποκλειστικά και μόνον τα δικαστήρια(«διάχυτος έλεγχος» και «συγκεντρωτικό έλεγχο συνταγματικότητας» ασκεί κατά τους όρους του άρθρου 100 παρ. 1 του Συντάγματος το ΑΕΔ) γίνεται όμως κατά κανόνα ο έλεγχος αυτός από τα δικαστήρια, με ιδιαίτερη βραδύτητα[7], αφού έχουν δημιουργηθεί πραγματικές και νομικές καταστάσεις. Κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 Συντάγματος ο έλεγχος του κύρους των τυπικών νόμων είναι υποχρεωτικός για κάθε δικαστήριο τόσον για το ζήτημα συμβατότητος με το Σύνταγμα αλλά και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Διεθνές Δίκαιο. Ο έλεγχος  των «interna corporis» της Βουλής δεν περιλαμβάνει την διαδικασία που προηγείται της εκδόσεως του νόμου[8],δηλαδή η τήρηση από το νομοθετικό σώμα των καθιερούμενων από το Σύνταγμα διαδικαστικών διατάξεων για την ψήφιση των νόμων, πλην των περιπτώσεων των συνταξιοδοτικών διατάξεων σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ. 2 εδ. δ΄ Συντάγματος [9](βλ (ΕλΣυν Ολ 1636/1992).

3.Το σφάλμα της κακής νομοθέτησης και της αγνόησης της νομολογίας των διοικητικών δικαστηρίων και της ικανοποίησης αιτημάτων πολιτών ή ομάδων που είναι αντίθετα με την υπάρχουσα νομολογία, της μη εφαρμογής της ρύθμισης του άρθρου 43 για την έκδοση ΠΔ που υποχρεωτικά τυγχάνουν επεξεργασίας από το ΣτΕ[10], της καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης, δημιουργούν τεράστια ζητήματα στην εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας, με αποτέλεσμα  οι πολίτες να αιφνιδιάζονται από δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν ως αντισυνταγματικές διατάξεις νόμων μετά την πάροδο πολλών ετών από τη θέσπισή τους, με συνέπεια την ανατροπή πραγματικών καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί λόγω της εμπιστοσύνης των πολιτών στη δράση του κράτους,  όπως  συνέβη στην συγκεκριμένη περίπτωση:

Ο Νέος Οικοδομικός Κανονισμός (Ν.Ο.Κ., ν. 4067/2012, Α’ 79) ισχύει από το 2012[11]. Τα ζητήματα συνταγματικότητος  των διατάξεων του τέθηκαν το 2024 ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και στο διάστημα αυτό(των δώδεκα ετών), κάθε καλόπιστος πολίτης ασκούσε τα δικαιώματα του  με καλή πίστη και σύμφωνα με το υπάρχον νομικό πλαίσιο, το οποίο ανετράπη  ουσιαστικά με τις  οι αποφάσεις 146-149/2025 ΣτΕ  και κρίθηκε η αντισυνταγματικότητα των διατάξεων ΝΟΚ. Όπως έχει κριθεί, η αρχή του κράτους δικαίου (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος), ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της ασφάλειας του δικαίου και η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επιτάσσει η κατάσταση του διοικουμένου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της νομοθεσίας σχετικής με την Δόμηση να μη μπορεί να τίθεται επ’ αόριστόν εν αμφιβόλω, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Η έλλειψη ουσιαστικού προληπτικού ελέγχου  συνταγματικότητος των νόμων, αποτελεί μέγα έλλειμμα της ομαλής λειτουργίας του Πολιτεύματος. Από τις αποφάσεις 146, 147, 148, 149/2025 του ΣτΕ, δημιουργείται μια δυσμενής και βλαπτική κατάσταση σε βάρος εκείνων  που καλόπιστα εξέδωσαν οικοδομικές άδειες και επωφελήθηκαν των κινήτρων του ΝΟΚ  που κρίθηκαν αντισυνταγματικά [12] και οι δικαιούχοι δικαιούνται, κατά τις λοιπές προϋποθέσεις του νόμου, αποζημιώσεως από το Ελληνικό Δημόσιο κατ’ άρθρο 105-106ΕισΝΑΚ.( ΣτΕ Ολ 690/2019, ΣτΕ 2688/2018, ΕΔΔΑ 23.9.1982 Sporrong και Lönnroth κατά Σουηδίας ιδίως σκέψεις 69-74, Ολομ ΣτΕ 2034-2036/2011)Το ΣτΕ προέβη σε στάθμιση αφενός του δημοσίου συμφέροντος, και, αφετέρου των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιμότητας και της εμπιστοσύνης των διοικουμένων που οικοδόμησαν, εμπιστευθέντες το νομοθετικό καθεστώς και τα θεσπισθέντα κίνητρα του ν. 4067/ 2012, και που απέκτησαν καλοπίστως εμπράγματα δικαιώματα επί των εν λόγω ακινήτων. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο λόγος για τον οποίον οι οικείες διατάξεις κρίνονται αντισυνταγματικές στοιχεί προς παγία νομολογία του δικαστηρίου, την οποία ο νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη κατά τη θέσπιση του ΝΟΚ (ν. 4067/2012), προκειμένου να διαφυλάξει την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Η αρχή αυτή υπηρετείται όταν η νομολογία των ανωτάτων Δικαστηρίων λαμβάνεται υπόψη κατά τη νομοθέτηση. Εκκρεμούν και άλλες υποθέσεις με οικοδομικές άδειες στις οποίες τίθεται το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας άλλων διατάξεων του ΝΟΚ (πχ υπόσκαφα, διεύρυνση υπογείων γκαράζ κλπ)

Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ:

Είναι σημαντική η ενίσχυση του προληπτικού δικαστικού ελέγχου[13],όλων των υπό ψήφιση νόμων[14],αλλά και κανονιστικών πράξεων προς την κατεύθυνση αποτροπής της θέσης σε ισχύ τυχόν αντισυνταγματικών διατάξεων, με την καθιέρωση προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων και την καθιέρωση προληπτικού ελέγχου όλων των κανονιστικών πράξεων, των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και των interna corporis της Βουλής, των κυβερνητικών πράξεων[15]από το Συμβούλιο της Επικρατείας.

 ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Είναι χαρακτηριστικά όσα είπε ο Πρόεδρος του ΣτΕ για την Απόφαση του ΣτΕ για τον ΝΟΚ14:

«Ο νομοθέτης του 2012 όφειλε να λάβει υπόψιν του την παγιωμένη νομολογία»

Όσον αφορά τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό, επισήμανε:

«Το Συμβούλιο Επικράτειας ήδη από την δεκαετία του ’80 είχε ξεκαθαρίσει τι κάνει ο Οικοδομικός Κανονισμός και τι κάνει ο Πολεοδομικός Σχεδιασμός και είχε πει ότι δεν μπορεί στον Οικοδομικό Κανονισμό να υπάρχουν οριζόντιες ρυθμίσεις οι οποίες ανήκουν στο πεδίο του Πολεοδομικού Σχεδιασμού. Τι όφειλε δηλαδή να κάνει ο νομοθέτης του 2012; Όφειλε να λάβει υπόψιν του αυτή την παγιωμένη νομολογία».

ΑΝΤΩΝΗΣ Π.ΑΡΓΥΡΟΣ

[1] Βλ. Μαντζούφας Παναγιώτης “ΚΑΛΗ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥΠΟΛΥΝΟΜΙΑ, ΚΑΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ”Εκδότης:ΕΥΡΑΣΙΑ,2018

[2] Σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ 2 ο ΠτΔ μπορεί να αναπέμψει ψηφισμένο νομοσχέδιο στη Βουλή. Πράγμα που ποτέ δεν συνέβη από το 1975 μέχρι σήμερα.

[3] Σύμφωνα με το άρθρο 100 του Κανονισμού της Βουλής. Χωρίς καμμιά όμως θετική μέχρι σήμερα απόφαση, λόγω της επικρατήσεως του «πολιτικού συμφέροντος» της πλειοψηφίας

[4] «Όταν … διάταξις νόμου αντίκειται εις το Σύνταγμα, ως μεταβάλλουσα δι’ απλού νομοθετήματος θεμελιώδη διάταξιν αυτού … δικαιούται το δικαστήριον να μη εφαρμόζη αυτήν εν τω θέματι περί ου δικάζει». (Απόφαση23/1897 του Αρείου Πάγου)

[5] Βλ Σπ. Βλαχόπουλος, Οι διαδικασίες προπαρασκευής, ψήφισης και παρακολούθησης της υλοποίησης των νόμων κατά το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής. Βασικά χαρακτηριστικά και ελλείμματα, constitutionalism.gr.

[6] Βλ. Γεωργίου Δελλή ,Τα δεινά της καλής νομοθέτησης: συνταγματική διάσταση και νομολογική αντιμετώπιση, ΝοΒ,2017.1575

[7] Βλ. Γεωργίου Δελλή, Η διοικητική δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταυτότητας. Ανατρέποντας το μύθο της «ωραίας κοιμωμένης», Νομική Βιβλιοθήκη 2013.

[8] Χρ. Ντουχάνης, Ο δικαστικός έλεγχος του κύρους των κανόνων δικαίου και ιδίως των κανονιστικών διοικητικών πράξεων, ΘΠΔΔ 8-9/2017,795]

[9] Σύμφωνα με το άρθρο 73, παρ. 2, του Συντάγματος, προβλέπεται η διατύπωση της γνώμης του Ελεγκτικού Συνεδρίου πριν την ψήφιση νομοσχεδίου που αφορά σε απονομή σύνταξης και τις προϋποθέσεις της.

[10] Όταν θέλησε η πολιτεία να δώσει λύση στο  θέμα  του Ελληνικού που ρυθμίστηκε με π.δ. ΦΕΚ 35/01.03.2018. το οποίο έτυχε επεξεργασίας από το ΣτΕ και στη συνέχεια η αίτηση ακυρώσεως κατά του π.δ. απορρίφθηκε με απόφαση της Ολομέλειας( Βλ. ΣτΕ Ολ.1305-6/2019 και 1761/2019)

[11] Ο προγενέστερος  ΓΕΝΙΚΟΣ  ΟΙΚΟ∆ΟΜΙΚΟΣ  ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ  (ΓΟΚ) Ν.  1577/1985 οπως τροποποιήθηκε  με  τον  Ν.2831/9-13-06-2000 (ΦΕΚ 140 Α’) ίσχυσε ως το 2012.!!

[12] Το Συμβούλιο της Επικρατείας, σύμφωνα την ανακοίνωση του Προέδρου του, «έκρινε ότι τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας πρέπει να μην καταλάβουν τις οικοδομικές άδειες, των οποίων η υλοποίηση (οικοδομικές εργασίες) έχει αποδεδειγμένα αρχίσει πριν από την παρούσα ανακοίνωση. Ο περιορισμός των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας δεν καταλαμβάνει εκκρεμείς δίκες»

[13] Σ. Βλαχόπουλος , Ο προληπτικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων. Μια τολμηρή, αλλά αναγκαία καινοτομία, Διοικητική Δίκη 2019, σελ.966 επ.

[14] Φ. Αρναούτογλου, Η «πρότυπη» ή «πιλοτική» δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Νομική Βιβλιοθήκη 2012

[15] Με τις με αριθμούς 270/2025, 943/2023,Αποφάσεις του ΣτΕ κρίθηκε

ότι «σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας εξαιτίας [κυβερνητικής] πράξης, ενόψει του ότι δεν προβλέπεται η αποκατάσταση της ζημίας αυτής από ειδική διάταξη νόμου, ο ζημιωθείς έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του με αγωγή ασκούμενη κατ’ επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος.

LawJobs

Ροή Ειδήσεων

Δημοφιλή