Χριστίνα Καπουράνη – ΜΔΕ (mult.), PgCert
Psarakis & Kefalas Law Firm
(www.psarakislegal.com)
Περίληψη: Το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ή όπως είναι γνωστό το «ξέπλυμα βρόμικου χρήματος») προβλέπεται, μετά από σειρά νομοθετικών τροποποιήσεων, στο νόμο 4557/2018 όπως ο τελευταίος ισχύει (κατόπιν τροποποίησης με το ν. 4816/2021, ο οποίος ενσωμάτωσε την οδηγία ΕΕ 1673/2018). Παρακάτω θα προσπαθήσουμε, εν συντομία, να περιγράψουμε τα κύρια χαρακτηριστικά του αδικήματος, την ποινική του αντιμετώπιση καθώς και σχετικούς προβληματισμούς που ανακύπτουν αναφορικά, ιδίως, με το πότε τα περιουσιακά στοιχεία καθίστανται «βρόμικα» και αποτελούν, ως εκ τούτου, προϊόν νομιμοποίησης, ανάλογα με και το είδος της προγενέστερης εγκληματικής δραστηριότητας (του βασικού, κατά νόμο, αδικήματος) με περαιτέρω κίνδυνο τη δέσμευσή τους.
1. Εισαγωγή: Το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες προβλέπεται στο νόμο 4557/2018, ο οποίος πρόσφατα τροποποιήθηκε από το νόμο 4816/2021, κατόπιν συμμόρφωσης του έλληνα νομοθέτη με την υπ’ αριθμ. 1673/2018 (ΕΕ) οδηγία του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Για τη στοιχειοθέτηση του απαιτείται η τέλεση μίας χρονικά και ουσιαστικά προγενέστερης αξιόποινης πράξης, του αποκαλούμενου και ως βασικού εγκλήματος, δηλαδή του εγκλήματος από το οποίο προκύπτει η προς νομιμοποίηση περιουσία. Τα βασικά αδικήματα συνιστούν ρητώς απαριθμούμενες στο νόμο (ίδ. αρ. 4 ν. 4557/2018) εγκληματικές πράξεις (αναφέρονται ενδεικτικά: η εγκληματική οργάνωση, η δωροληψία και η δωροδοκία υπαλλήλου, η εμπορία ανθρώπων, η απάτη, η κλοπή, η ληστεία, η πλαστογραφία, η σωματεμπορία, η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, η λαθρεμπορία, η φοροδιαφυγή, η μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο, η απιστία, τα χρηματιστηριακά αδικήματα κ.ο.κ.) καθώς και κάθε αδίκημα για το οποίο απειλείται στο νόμο ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον τριών μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος.
Πρόκειται για αδίκημα το οποίο απαντάται συχνά στην πράξη και υπό ποικίλες μορφές ενώ, κατά κύριο λόγο, αποτυπώνει τη βασική ιδέα «the crime doesn’t pay» (δηλαδή «το έγκλημα δεν πληρώνει»), υπό την έννοια ότι ο δράστης μίας άδικης πράξης δεν πρέπει να αποκομίσει απ’ αυτήν κέρδος. Με τον όρο «ξέπλυμα», με λίγα λόγια, εννοούμε τη διαδικασία με την οποία συγκαλύπτονται ή εξαφανίζονται τα ίχνη των εγκληματικών πράξεων από τις οποίες προήλθαν τα παράνομα έσοδα, ώστε αυτά να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια στην επίσημη οικονομία «μεταμφιεσμένα» και να αναμειχθούν με νόμιμο χρήμα. Με βάση, δε, επίσημες εκθέσεις της διακρατικής επιτροπής χρηματοπιστωτικής δράσης FATF (Financial Action Task Force on Money laundering), η νομιμοποίηση εσόδων προερχόμενων από εγκληματικές δραστηριότητες λαμβάνει χώρα κυρίως μέσω α) σύστασης και λειτουργίας εικονικών εταιρειών, β) αξιοποίησης ειδικών γνώσεων ορισμένων ομάδων επαγγελματιών (όπως συμβολαιογράφων, φοροτεχνικών, συμβούλων επιχειρήσεων κ.ο.κ), γ) επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, έργα τέχνης και αγαθά πολυτελείας, δ) σύστασης και λειτουργίας καταπιστευμάτων (trusts) και ιδρυμάτων, ε) σύστασης και λειτουργίας υπεράκτιων εταιρειών (offshore) και στ) σύστασης και λειτουργίας άτυπων συστημάτων μεταφοράς χρημάτων.
- Οι τρόποι τέλεσης του αδικήματος μετά το ν. 4816/2021: Στο άρ. 2 του ν. 4557/2018 συναντάμε τους τέσσερις, πια, τρόπους τέλεσης του αδικήματος το οποίο διαπράττει όποιος προβαίνει, κατά τη διατύπωση του νομοθέτη, σε:
α) μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της, ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή για να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του (παράδειγμα: μεταβίβαση σε τρίτο αυτοκινήτου που προέρχεται από κλοπή ή ληστεία τελεσθείσα από τον πωλητή ή από τρίτο εν γνώσει, σε κάθε περίπτωση, του πρώτου),
β) απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας, όσον αφορά τη φύση, την προέλευση, τη διάθεση, τη διακίνηση ή τη χρήση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή βρίσκεται ή την κυριότητα επ’ αυτής, ή τα σχετικά με αυτή δικαιώματα, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα (παράδειγμα: τοποθέτηση χρημάτων προερχόμενων από το αδίκημα της απάτης σε θυρίδες ιδιωτικών εταιρειών φύλαξης),
γ) απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά τον χρόνο κτήσης, ή κατά τον χρόνο περιέλευσης της κατοχής ή της χρήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα (παράδειγμα: κατοχή χρημάτων προερχόμενων από λαθρεμπορία δίχως μεταβίβαση της κατοχής τους σε τρίτο πρόσωπο και δίχως λήψη προληπτικών μέτρων τοποθέτησής τους. Είναι αντιληπτό πώς ο νομοθέτης με αυτόν τον τρόπο τέλεσης προσπαθεί να ποινικοποιήσει κάθε άλλη περίπτωση που δεν εμπίπτει στις δύο πρώτες περιπτώσεις εγκληματικής δράσης),
δ) χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα (παράδειγμα: κατάθεση χρημάτων προερχόμενων από απιστία σε βάρος νομικού προσώπου σε πληθώρα λογαριασμών, περαιτέρω διακίνηση αυτών μέσω ενσωμάτωσής τους σε τραπεζικές επιταγές και οπισθογράφηση σε έτερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα).
Αξίζει να επισημανθεί ότι δεν συνιστούν πια (μετά το ν. 4816/2021) ξεχωριστούς τρόπους τέλεσης του αδικήματος οι λεγόμενες υποστάσεις της οργάνωσης του ξεπλύματος (δηλαδή η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον προσώπων προς τέλεση των ως άνω πράξεων των περιπτώσεων α – δ) και της απόπειρας διάπραξης ξεπλύματος, της υποκίνησης, διευκόλυνσης ή παροχής συμβουλών προς τέλεση αυτού καθώς η αξίωση ποινικής τιμώρησης καλύπτεται, ήδη, από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.
Ως προς, δε, τον τέταρτο τρόπο τέλεσης του αδικήματος, δηλαδή μέσω της χρήσης του χρηματοπιστωτικού τομέα, έχει δημιουργηθεί ζωηρός προβληματισμό σχετιζόμενος με το ερώτημα του κατά πόσο είναι αυτός δυνατός, δεδομένης της αυξημένης υποχρέωσης των τραπεζών για εντοπισμό και αναφορά ύποπτων και ασυνήθιστων συναλλαγών. Κατά τη νομολογία «ιδιαίτερα ευαίσθητο σημείο της όλης λειτουργίας είναι το ίδιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο, δια της λογιστικοποίησης της ροής των κεφαλαίων και της ουσιαστικής εξαφάνισης της ταυτότητας των φυσικών προσώπων, μέσω των διαφόρων εταιρειών, σε συνδυασμό και με τη λειτουργία του τραπεζικού απορρήτου, μπορεί πολύ εύκολα να καλύψει τα ίχνη της προέλευσης των παράνομων χρημάτων και, τελικά, να επιτρέψει την επανεπένδυση σε νομιμοφανείς δραστηριότητες (ΣυμβΠλημΑθ 2912/2004).
Έτσι, η απλή κατάθεση παράνομων χρημάτων σε τραπεζικό λογαριασμό, δίχως να συνοδεύεται κι από άλλες ειδικές περιστάσεις (όπως, για παράδειγμα, το άνοιγμα του οικείου λογαριασμού σε ψεύτικο ή ανύπαρκτο όνομα, τη διενέργεια σύνθετων συναλλαγών, παρεμβολής εταιρειών, εικονικών εμβασμάτων κ.ο.κ) – δεδομένου ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, πράγματι, θα υπήρχε σκοπός συγκάλυψης – μάλλον, έχει τα αντίθετα αποτελέσματα απ’ αυτά που θέλει να επιτύχει ο δράστης του ξεπλύματος.
Στην ουσία, με τον τρόπο αυτό και λόγω της ως άνω αυξημένης υποχρέωσης επιμέλειας και εποπτείας των τραπεζών επί των ύποπτων συναλλαγών, δημιουργούνται ίχνη εντοπισμού της παράνομης περιουσίας και, εφόσον, οι εν λόγω ενέργειες δε δύναται να υπαχθούν στους λοιπούς τρόπους τέλεσης του αδικήματος, θα πρέπει να κριθούν ατιμώρητες.
Κατά την κρίση, περαιτέρω, της ΣυμβΠλημΑθ 4304/2015 η αδυναμία του δικαιούχου του λογαριασμού να δικαιολογήσει την προέλευση των χρηματικών ποσών δεν συνεπάγεται τη στοιχειοθέτηση του υπό κρίση αδικήματος μέσω αυτού του τρόπου τέλεσης, αν δε συνάγεται και από άλλες περιστάσεις. Αντίστοιχα, η κατάθεση χρημάτων από το δράστη νομιμοποίησης σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό δε σημαίνει, άνευ άλλου τινός, τέλεση νομιμοποίησης από το συνδικαιούχο, και αυτό επειδή ο κοινός λογαριασμός είναι δυνατό να ανοιχθεί μόνο από ένα πρόσωπο και στο όνομα άλλου, ενώ χρήση του μπορεί να γίνει από όλους τους συνδικαιούχους χωρίς σύμπραξη των λοιπών (ΣυμβΕφΑθ 349/2015).
3. Η ποινική αντιμετώπιση του αδικήματος μετά το ν. 4816/2021:
Στο αρ. 39 του ν. 4557/2018 προβλέπονται οι ποινικές κυρώσεις που απειλούνται κατά των δραστών τέλεσης του αδικήματος της νομιμοποίησης. Ειδικότερα στο αρ. 39 παρ. 1α του νόμου διατυπώνεται γενική ρήτρα κατά την οποία ο δράστης πράξεων νομιμοποίησης τιμωρείται, κατ’ αρχήν, με κακουργηματικές ποινές (κάθειρξη έως 8 ετών και χρηματική ποινή). Με κάθειρξη έως 10 έτη και χρηματική ποινή τιμωρείται ο δράστης νομιμοποίησης αν α) το παράνομο περιουσιακό όφελος υπερβαίνει τις 120.000 €, β) αν τελείται από υπόχρεα προς αναφορά ύποπτων συναλλαγών πρόσωπα κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους (ενδεικτικά αναφέρονται: εκπρόσωποι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ορκωτοί ελεγκτές – λογιστές, συμβολαιογράφοι, κ.ο.κ.) καθώς και γ) αν η παράνομη περιουσία προέρχεται από ειδικώς αναφερόμενα στο νόμο κακουργήματα (ενδεικτικά αναφέρονται: εγκληματική οργάνωση, τρομοκρατική οργάνωση, εμπορία ναρκωτικών, ληστεία κ.ο.κ). Με κάθειρξη (δηλαδή στερητική της ελευθερίας ποινή από 5 – 15 έτη) και με χρηματική ποινή τιμωρείται, δε, όποιος τελεί πράξη νομιμοποίησης κατ’ επάγγελμα ή ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης. Στην περίπτωση, όμως, που η προγενέστερη εγκληματική δραστηριότητα είναι πλημμέλημα επιβάλλεται ποινή φυλάκισης έως τρία έτη και χρηματική ποινή. Κατ’ άρθρο, δε, 39 παρ. 4 του νόμου η απαλλαγή του δράστη για το βασικό αδίκημα επιφέρει και την απαλλαγή του για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων.
4. Περιπτώσεις απελευθέρωσης από το «βρόμικο» στίγμα – Ποιος δεν τελεί νομιμοποίηση:
Τα περιουσιακά στοιχεία που προέρχονται άμεσα από την εγκληματική δραστηριότητας είναι πρόσφορα προς νομιμοποίηση, ακόμη, δηλαδή, και αν καταλήξουν στα χέρια τρίτου προσώπου που δεν έχει την ιδιότητα του δράστη (αυτουργού ή συμμετόχου) στην προγενέστερη εγκληματική πράξη, καθώς είναι «μολυσμένα». Ωστόσο, ως συνάγεται από το άρθρο 40 παρ. 1 εδ. γ’ ν. 4557/2018, τα περιουσιακά στοιχεία παύουν να είναι «βρόμικα» όταν αποκτηθούν από πρόσωπο που δε γνωρίζει ότι προέρχονται από την προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα (όταν αποκτηθούν, δηλαδή, από τον λεγόμενο «καλόπιστο τρίτο»). Έτσι πρακτικά έχουμε δύο συνέπειες: α) ο καλόπιστος τρίτος που αποκτά το παράνομο περιουσιακό στοιχείο δεν διαπράττει το έγκλημα της νομιμοποίησης (η ύπαρξη γνώσης, δε, κρίνεται, κατά το χρόνο κτήσης του περιουσιακού στοιχείου και όχι μεταγενέστερα) και β) όποιος αποκτήσει από καλόπιστο τρίτο δεν διαπράττει, επίσης, νομιμοποίηση, ακόμη κι αν γνωρίζει την εγκληματική προέλευση του περιουσιακού στοιχείου, λόγω της προγενέστερης «κάθαρσης» αυτού. Στη συνέχεια, φυσικά, το προϊόν που «εξυγιάνθηκε», προφανώς, και μπορεί να αποτελέσει πρόσφορό προς νομιμοποίηση περιουσιακό στοιχείο, στο πλαίσιο μίας, νέας, μεταγενέστερης εγκληματικής δραστηριότητας (Παραδείγματα: Ο Α δωρίζει πίνακα ζωγραφικής στη Β δίχως εκείνη να γνωρίζει ότι είναι προϊόν υπεξαίρεσης. Η Α δεν τελεί νομιμοποίηση. Αν η Α με τη σειρά της δωρίσει τον πίνακα στη φίλη της Φ, και πάλι δεν υπάρχει πράξη νομιμοποίησης, ακόμη κι αν η Φ γνωρίζει ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα. Τέλος, αν η Α ή η Φ δωρίσουν τον πίνακα σε δημόσιο υπάλληλο για να πετύχουν σε υπόθεσή τους ευνοϊκή μεταχείριση, τότε, το προϊόν αποκτά και πάλι την ιδιότητα του προερχόμενου από εγκληματική δραστηριότητα – δωροδοκία αυτή τη φορά – και είναι, στο πλαίσιο αυτό, προϊόν νομιμοποίησης συνδεόμενο, πια, με την τελευταία εγκληματική δραστηριότητα.
5. Τέλεση του αδικήματος όταν το βασικό αδίκημα είναι φοροδιαφυγή: Ο κυριότερος προβληματισμός που ανακύπτει, εν προκειμένω, από την ένταξη των φορολογικών παραβάσεων στη λίστα των βασικών αδικημάτων του νόμου περί ξεπλύματος είναι του κατά πόσο δύναται να υπαχθεί στην έννοια της προερχόμενης από το βασικό αδίκημα περιουσίας η εξοικονόμηση μίας δαπάνης που επιτυγχάνει ο δράστης μέσω της φοροδιαφυγής και κατά πόσο το ποσό του φόρου που ο δράστης δεν κατέβαλε στη φορολογική αρχή συνιστά «βρόμικη» περιουσία. Οι δύο ως άνω προβληματισμοί στηρίζονται αφ’ ενός, στον κατά νόμο προσδιορισμό της έννοιας της περιουσίας που περιλαμβάνει αύξηση του ενεργητικού και όχι αποφυγή μείωσης αυτού και, αφ’ ετέρου, στην παραδοχή ότι η περιουσία που εξοικονομεί ο δράστης και ισούται με το ύψος του φόρου που απέφυγε να καταβάλει προς τη φορολογική διοίκηση δεν προέρχεται από το αδίκημα της φοροδιαφυγής, αλλά αντιθέτως προϋπάρχει του εν λόγω αδικήματος ως νόμιμη περιουσία, η οποία δεν μπορεί να καταστεί αναδρομικά «βρόμικη», δηλαδή κατόπιν μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης προς τη φορολογική διοίκηση και τέλεση της φοροδιαφυγής (παράδειγμα: Λογιστής στο πλαίσιο άσκησης νόμιμης δραστηριότητας του δεν υποβάλει δήλωση φόρου εισοδήματος για τα έσοδα του, αλλά ούτε και περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ για τις συναλλαγές με τους πελάτες της λογιστικής του επιχείρησης. Κατά το χρόνο λήψης του εσόδου καθώς και του αντίστοιχου ΦΠΑ και, πριν παρέλθουν οι προθεσμίες υποβολής των σχετικών δηλώσεων, από την πάροδο των οποίων κρίνεται η τέλεση του αδικήματος της φοροδιαφυγής, έχει, ήδη, διοχετεύσει στην αγορά το ληφθέν κεφάλαιο, το οποίο, κατά το χρόνο λήψης ήταν «καθαρό» και, δε δύναται, ως εκ τούτου, να καταστεί «βρόμικο» αναδρομικά για να τεθεί ζήτημα νομιμοποίησής του, καθώς ήταν εξ’αρχής νόμιμο). Εξαίρεση, φυσικά, αποτελούν οι περιπτώσεις της λήψης επιστροφής ΦΠΑ ή λοιπών φόρων με εξαπάτηση της φορολογικής αρχής και της επ’ αμοιβή έκδοσης εικονικού ή πλαστού φορολογικού στοιχείου, καθώς σε αυτές, πράγματι, έχουμε αύξηση της περιουσίας του δράστη και όχι αποφυγή μείωσης αυτής.
Σχετικώς έκρινε, αποδεχόμενο την έλλειψη δυνατότητας τέλεσης νομιμοποίησης με βασικό αδίκημα τη φοροδιαφυγή, το υπ’ αριθμ. 112/2016 βούλευμα ΣυμβΠλημΑθ κατά το οποίο «Στις περισσότερες περιπτώσεις φοροδιαφυγής δεν είναι δυνατή η τέλεση νομιμοποίησης λόγω έλλειψης περιουσίας προερχόμενης από εγκληματική δραστηριότητα (βλ. ορισμό περιουσίας στο άρ. 4 παρ. 1 του Ν. 3691/2008), η εγκληματική δε προέλευση προβλέπεται σε όλους τους τρόπους τέλεσης του άρ. 2 ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης (στους τρόπους τέλεσης της παρ. 2 περ. α, β
και γτο σχετικό στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης προκύπτει εμμέσως από την αναφορά του ως αντικειμένου της γνώσης του δράστη, αντιθέτως στην περίπτωση δ
η προέλευση της περιουσίας από εγκληματικές δραστηριότητες προβλέπεται ευθέως ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης). Πλέον ειδικότερα, το όφελος, ο πλουτισμός του φοροφυγά δε συνιστά περιουσία και μάλιστα προερχόμενη από τη φοροδιαφυγή και κατά λογική ακολουθία δεν υπάρχει υλικό αντικείμενο ή γενικότερα περιουσιακό στοιχείο δεκτικό νομιμοποίησης (σχετ. Γ. Τριαντάφυλλου, ό.π., σελ. 722 επ.). Με άλλα λόγια, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική πράξη απαιτείται η ύπαρξη περιουσιακού εισοδήματος και δεν αρκεί η περιουσιακή ωφέλεια με τη μορφή αποσόβησης της μείωσης της περιουσίας του δράστη από την τέλεση κάποιας εγκληματικής ενέργειας (ΣυμβΠλημΑΘ 2175/2005 ΠοινΔικ 2005, σελ. 1151), η εξοικονόμηση συνεπώς της δαπάνης του δράστη της φοροδιαφυγής, δηλαδή το όφελος (βλ. άρ. 904 επ. ΑΚ) που ισούται με το ποσό του φόρου που απέφυγε να καταβάλει, δεν μπορεί να είναι αντικείμενο ξεπλύματος. Ακολούθως, επί εξοικονομηθεισών δαπανών εξυπακούεται ότι δεν μπορεί να λάβει χώρα καμία πράξη νομιμοποίησης. Αντιθέτως, περιουσία προερχόμενη από το βασικό έγκλημα της φοροδιαφυγής μπορεί να υπάρξει μόνο επί αύξησης του ενεργητικού της περιουσίας του δράστη (λ.χ. επί απόκτησης κυριότητας ενός πράγματος ή μιας απαίτησης) αυτό δε μπορεί να συμβεί μόνο επί λήψης επιστροφής ΦΠΑ ή λοιπών παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών και εισφορών με παραπλάνηση της φορολογικής αρχής, καθότι εν προκειμένω ο δράστης αποκτά ευθέως και άμεσα περιουσία προερχόμενη από την τέλεση της φοροδιαφυγής, ομοίως δε νοητή είναι η τέλεση της νομιμοποίησης και στην περίπτωση της έκδοσης εικονικών και πλαστών τιμολογίων, όταν ο δράστης λαμβάνει αμοιβή για την έκδοση τους από τον ωφελούμενο, καθότι αντικείμενο νομιμοποίησης δεν είναι κάποιο ποσό φόρου αλλά η ίδια η αμοιβή του δράστη».
6. Ιδίως η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων από τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες πριν την απόκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου και τα μέσα άμυνας του καθ’ ου: Στο άρθρο 42 παρ. 7 του ν. 4557/2018 προβλέπεται η δυνατότητα δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών, τίτλων, θυρίδων και χρηματοπιστωτικών μέσων, εν γένει, καθώς και η απαγόρευση μεταβίβασης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, κατόπιν έκδοσης διάταξης του προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης είναι α) η διεξαγωγή έρευνας από την αρχή προς εντοπισμό πράξεων νομιμοποίησης ή βασικών αδικημάτων, β) η συνδρομή βάσιμων υπονοιών ότι έχει τελεστεί βασικό αδίκημα ή πράξη νομιμοποίησης και γ) η συνδρομή επείγουσας περίπτωσης (λ.χ. κίνδυνος άμεσης εξαφάνισης περιουσιακών στοιχείων μέσω αλλεπάλληλων μεταβιβάσεων και συγκάλυψης ιχνών αδικημάτων των δραστών). Πρόκειται για μέτρο που λαμβάνει η αρχή σε βάρος υπόπτου προκειμένου, στο πλαίσιο της έρευνας της, α) να συλλέξει πληροφορίες και αποδείξεις για την τέλεση βασικών αδικημάτων και πράξεων νομιμοποίησης και β) να αδρανοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία του υπόπτου, διατηρώντας αυτά ακέραια, εμποδίζοντας τον, παράλληλα, ιδίως από τη χρήση του οικονομικού (τραπεζικού) συστήματος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το μέτρο αυτό μπορεί να διαταχθεί πριν από οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία και πριν ακόμη ο δράστης αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορούμενου μετά από άσκηση ποινικής δίωξης. Το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει επιβληθεί το μέτρο έχει απόλυτη νομική αδυναμία διάθεσης και χρήσης των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων. Δύναται, ωστόσο, α) να ασκήσει την προβλεπόμενη στο αρ. 42 παρ. 4 του ν. 4557/2018 προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου εντός προθεσμίας 20 ημερών από την επίδοση της διάταξης της αρχής ζητώντας την άρση ή τον περιορισμό της δέσμευσης (επειδή, λόγου χάρη, η δεσμευμένη περιουσία έχει νόμιμη προέλευση, όπως όταν έχει αποκτηθεί σε χρόνο προγενέστερο της τέλεσης του βασικού αδικήματος, είτε επειδή δε συνδέεται με το όφελος που φέρεται να αποκομίστηκε, όπως συμβαίνει λ.χ. με δεσμευμένους μισθούς και συντάξεις, ή είναι απολύτως αναγκαία για τη διαβίωση του υπόπτου κ.ο.κ.) καθώς και β) να αιτηθεί από την εκδούσα αρχή την ανάκληση της εκδοθείσας διατάξεως λόγω συνδρομής νέων περιστατικών στο πρόσωπο του υπόπτου ή μελών της οικογένειας του.
Πράγματι, τα δικαστήρια αίρουν την επιβληθείσα δέσμευση όταν δεν συνέτρεξαν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις για την επιβολή της. Ειδικότερα με την ΣυμΠλημΑθ 3216/2019 κρίθηκε ότι δε δύναται να αποτελούν προϊόν νομιμοποίησης τραπεζικές καταθέσεις που εισέρχονται στους λογαριασμούς έχοντας εγγυημένα νόμιμη προέλευση που προκύπτει, αδιαμφισβήτητα, και από τη σχετική τους αιτιολογία. Το απόσπασμα της αποφάσεως έχει επί λέξει ως εξής «Συγκεκριμένα, από το αντίγραφο κίνησης του δεσμευθέντος λογαριασμού προκύπτει πως σε αυτόν, ανά δεκαπενθήμερο, κατατίθεται από το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών, με την αιτιολογία «μισθός», η μισθοδοσία της, ως δημοσίας υπαλλήλου του εν λόγω δημοσίου φορέα. Τα δε χρηματικά μεγέθη που κατατίθενται περιοδικά στον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό με την ανωτέρω ασφαλώς εξακριβωθείσα προέλευση, ως εγκείμενα σε μισθοδοσία από δημόσιο οργανισμό, εξ ορισμού, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, δεν είναι δυνατό να σχετίζονται με παράνομη δραστηριότητα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, και δη αυτή της παθητικής δωροδοκίας εν προκειμένω, ούτε να αποτελούν αποκυήματα τέτοιας έκνομης πρακτικής».
Με την ΣυμΠλημΑθ. 3721/2017, περαιτέρω, έγινε δεκτό ότι δεν δύναται η δεσμευμένη περιουσία να προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα καθώς αποκτήθηκε προγενέστερα του φερόμενου χρόνου τέλεσης του βασικού αδικήματος. Η απόφαση έκανε, ιδίως, δεκτά τα ακόλουθα: «Κατακολουθίαν, προέκυψε ότι αφενός ο ........... του ... δεν είχε στην κατοχή του κάποια περιουσία κατά τα έτη 2008-2016 (χρονικό διάστημα κατά το οποίο δύναται να τελεστεί το αδίκημα της νομιμοποίησης του προϊόντος που απέκτησε από το βασικό αδίκημα), την οποία είτε απαλλοτρίωσε είτε απέκρυψε με άλλο τρόπο είτε συνέμειξε με έτερα περιουσιακά στοιχεία του είτε μετέφερε σε λογαριασμούς τρίτων κ.λπ., με αποτέλεσμα να μην προκύπτουν, ως προς αυτόν, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο, επαρκείς ενδείξεις τέλεσης του αδικήματος, δυνάμει του οποίου δεσμεύτηκαν από την Αρχή, λόγω κατεπείγοντος, τα ανωτέρω περιουσιακά του στοιχεία, τα οποία προφανώς και δεν σχετίζονται με το διερευνώμενο από την Αρχή αδίκημα, αφού αυτά είχαν αποκτηθεί σε χρόνο πολύ προγενέστερο από την τέλεση του βασικού αδικήματος. Ας σημειωθεί ότι το πλέον πρόσφατο συμβόλαιο που αναφέρεται στην υπό κρίση διάταξη του Προέδρου της Αρχής είναι η υπ
αριθ. […]/2014 σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών, οι οποίες όμως περιήλθαν στην ιδιοκτησία του δεύτερου αιτούντος αρκετά χρόνια πιο πριν, και δη δυνάμει του υπαριθ. [.../2.8.2003 συμβολαίου. Αντιθέτως, .... του .... απέκτησε ακίνητη περιουσία το επίδικο χρονικό διάστημα, ορισμένα όμως ακίνητα που περιήλθαν στην κυριότητά του και περιγράφονται στην υπό έρευνα διάταξη είχαν αποκτηθεί σε χρόνο πολύ προγενέστερο από την τέλεση του βασικού αδικήματος. Κατ
ακολουθία των ανωτέρω, φρονούμε ότι το Συμβούλιό Σας πρέπει να κάνει τύποις και ουσία, εν μέρει, δεκτή την από 29.5.2017 αίτηση του …… του …., και τύποις και ουσία δεκτή την από 9.6.2017 αίτηση του …. του …. και να άρει, άλλως ανακαλέσει, την υπ`αριθμ. […]/2017 διάταξη του Προέδρου της Αρχής».
Ενώ, τέλος, πολύ συχνή είναι η αποδέσμευση περιουσιακών στοιχείων για λόγους ικανοποίησης βιοτικών αναγκών των φερόμενων ως υπόπτων δραστών. Επ’ αυτού κρίνει η ΣυμβΑΠ 1374/2020 κατά την οποία «Η δέσμευση, όμως, αυτή, χωρίς περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων και του σκοπού τον οποίο αυτά εκπληρώνουν, δεν πληροί το σκοπό του νόμου, διότι δεν μπορεί να κριθεί, αν αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ούτε αν από αυτά και τα τυχόν εισοδήματά τους ο προσφεύγων καλύπτει τις γενικότερες αναγκαίες δαπάνες διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας του, τα έξοδα για τη νομική του υποστήριξη και τα βασικά έξοδα για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι με την υπό κρίση προσφυγή και το υπόμνημά του ο προσφεύγων έχει προσδιορίσει το κύριο αίτημα της προσφυγής στην αποδέσμευση των δύο λογαριασμών του, ήτοι του λογαριασμού του … στην Τράπεζα Πειραιώς, με υπόλοιπο ανερχόμενο στις 27-7-2020 σε 889,68 ευρώ, και του λογαριασμού του … στην Eurobank, με υπόλοιπο ανερχόμενο στις 27-7-2020 σε 1.334,02 ευρώ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις βιοποριστικές του ανάγκες, πρέπει: α) να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή, β) να μεταρρυθμιστεί η απόφαση 26/25-6-2020 της Β’ Μονάδας της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, με την οποία απορρίφθηκε η από 10-6-2020 αίτηση αυτού (προσφεύγοντος) ενώπιον της Β’ Μονάδας της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες περί άρσης της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων αυτού και της απαγόρευσης της κίνησης λογαριασμών …».
7. Αντί επιλόγου: Από τα όσα εξετέθησαν καθίσταται αντιληπτό ότι οι υπό κρίση ποινικές διατάξεις του ν. 4557/2018 περιγράφουν ένα από τα δυσχερέστερα στην τυποποίηση του αδικήματα λόγω της πολυπλοκότητας και της πολυμορφίας εμφάνισής του στην πράξη. Πολλά, δε, από τα βασικά αδικήματα που περιγράφονται στη λίστα του αρ. 4 εγείρουν προβληματισμούς σχετικά με το κατά πόσο μπορούν να παράξουν «βρόμικη» περιουσία. Τέτοια είναι και τα αναφερθέντα στο παρόν, φορολογικά αδικήματα. Η αλήθεια είναι πώς, μέσω της οικείας πολυσχιδούς νομοθεσίας, ο νομοθέτης προσπαθεί να εντοπίσει κάθε μορφή νομιμοποίησης (εντάσσοντας στα βασικά αδικήματα ακόμη και περιπτώσεις που δεν μπορούν να συμβαδίσουν με τις λοιπές νομοθετικές αξιολογήσεις και ορισμούς) και να προβλέψει κάθε εγκληματικό ελιγμό δραστών. Περαιτέρω οι διωκτικές αρχές, με εξαιρετική συχνότητα, προβαίνουν σε δυσβάσταχτα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος των υπόπτων σε σύνολο περιουσιακών στοιχείων, αδιακρίτως, δεσμεύοντας πολλές φορές και περιουσία νόμιμης προέλευσης. Ωστόσο, μέσα από τα κατάλληλα ένδικα βοηθήματα που παρέχονται στον κατηγορούμενο και κατόπιν της κατάλληλης νομικής υποστήριξης δύναται ο τελευταίος να εκθέσει τη νομιμότητα των συναλλαγών του και να αξιώσει την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων ποινικών διατάξεων.